Ένα αντιπολεμικό διήγημα του Λέοντα Τρότσκυ
Λέων Τρότσκυ |
Απ’ τον
περασμένο Νοέμβρη ο Ιούλιος Ντεκλέρκ λείπει στον πόλεμο. Ήταν σαράντα χρονών
και σαν πολίτης δούλευε στα τραμ επιθεωρητής. Αν ήταν φαντάρος θα ’μενε κάπου στα
μετόπισθεν, σε βοηθητική υπηρεσία, μα κατά κακή του τύχη και για δυστυχία της
γυναίκας του, είναι δεκανέας και τον έστειλαν στο μέτωπο.
– Αυτό το
γαλόνι τού κοστίζει πολύ ακριβά, λέει συχνά η γυναίκα του.
Τις πρώτες
βδομάδες βρέθηκε πάντα σχεδόν ανάμεσα στις μάχες, ύστερα στα χαρακώματα και
τώρα πάνε κάμποσες βδομάδες που βρίσκεται στην Τουλ.
Η κυρία
Ντεκλέρκ είναι όμορφη γυναίκα, με δροσερό πρόσωπο, λεπτά χαρακτηριστικά και
μαλλιά γκρίζα.
Περιμένει τον άντρα της που θα ’ρθει με τετραήμερη άδεια, τον περιμένει
σιωπηλά κι επίμονα. Μα κι η γειτόνισσά της, η κυρία Ρισσάρ η φουρνάρισσα,
περίμενε τον δικό της, που σκοτώθηκε από ’να βλήμα αδέσποτο, μακριά πίσω απ’ τη
γραμμή του πυρός, την παραμονή που ’ταν να φύγει για το σπίτι του.
Τον τρίτο μήνα
του πολέμου άρχισαν να σώνονται οι μικρές οικονομίες της κυρίας Ντεκλέρκ κι
αναγκάστηκε να δουλεύει σε ξένα σπίτια, παραμελώντας το δικό της. Τα παιδιά
πάνε στο σχολείο και τους δίνουν εκεί φαΐ το μεσημέρι. Εδώ και τρεις βδομάδες,
ο Μάρκελλος, που ’ναι το μεγαλύτερο αγόρι, με χλωμό πρόσωπο κι ένα παλιό σκούφο,
ρωτάει κάθε μέρα τη μάνα του, γυρίζοντας απ’ το σχολείο:
– Δε γύρισε ο
μπαμπάς;
Και παίρνει
πάντα την ίδια απόκριση:
– Όχι… Μα όπου
να ’ναι, σήμερα, αύριο…
Η κυρία Ντεκλέρκ
έλαβε απ’ το Παρίσι γράμμα της μεγαλύτερης αδελφής της που ανήγγειλε τον
σκοτωμό του γιού της. Ήταν είκοσι χρονών, είχε παντρευτεί τον Απρίλη κι έφυγε
στον πόλεμο τον Αύγουστο…
– Α! Τι καλό
παιδί που ήταν! Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο… λέει η κυρία Ντεκλέρκ χύνοντας
θερμά δάκρυα. Η αδερφή μου ήταν συχνά άρρωστη και το παιδί έμεινε κάμποσο καιρό
μαζί με μας. Τ’ αγαπούσαμε σαν παιδί μας.
Είχε πληγωθεί
από μια σφαίρα σράπνελ, αλαφρά βέβαια, στο κεφάλι, κι ένας φίλος του τον
κουβάλησε στο πρόχειρο χειρουργείο. Τη στιγμή εκείνη, έσκασε μια οβίδα που
πλήγωσε τον φίλο του και σκότωσε τον πληγωμένο.
– Δε θα τον
ξεχάσουμε ποτέ, κύριε, δεν έμοιαζε με κανέναν.
Τότες που ’ρθε
η είδηση για τον σκοτωμό του Ρισσάρ, η κυρία Ντεκλέρκ άργησε ένα τέταρτο την
άλλη μέρα στη δουλειά της. Στην κυρία της, για να δικαιολογηθεί, εξήγησε:
– Ξέρετε,
κυρία, δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε. «Δεν κοιμηθήκαμε», ήθελε να πει, όλες, όλες
αυτές που ήταν πια χήρες κι εκείνες που ζούσαν με τον αιώνιο φόβο του χωρισμού.
Μαζεύονταν έτσι όλες γύρω σε καθεμιά καινούργια χήρα ή σε κάθε μάνα που ’χανε
το παιδί της, θυμούνταν κι έκλαιγαν. Οι περισσότερες φορούσαν μαύρα, μ’ ένα
μικρό πορτραίτο του άντρα ή του παιδιού κεντημένο στο στήθος. Θρηνούσαν μαζί τη
δυστυχία τους, που ’ταν μοιραία και γενική, και το πρωί γύριζαν στη δουλειά.
Μέσα σ’ αυτόν
τον κόσμο της αγωνίας, της αγρύπνιας και του μόχθου, η κυρία Ντεκλέρκ περιμένει
τον άνδρα της σιωπηλά κι επίμονα.
– Όχι, όχι,
λέει σε μερικές στιγμές απελπισίας, κανένας δε θα γυρίσει απ’ τον πόλεμο,
κανένας...
Κατά το τέλος
του Οχτώβρη, ένα βράδυ στις πέντε η ώρα που ο χλωμός Μάρκελλος, χωμένος μέσα
στο μακρύ του πανωφόρι, που θα του κάνει βέβαια και του χρόνου, γύριζε απ’ το
σχολείο απ’ το μεγάλο δρόμο, ο μανάβης του φώναξε:
– Τρέχα, ο
πατέρας σου γύρισε.
Τα λόγια αυτά
του βούισαν στ’ αυτιά κι άρχισε να τρέχει μπερδεύοντας τ’ αδύνατα πόδια του
στις τόσες δίπλες που πανωφοριού του.
– Μάρκελλε, ο
πατέρας σου έφτασε, του φωνάζει η κυρία Ρισσάρ, περνώντας απ’ τον δρόμο.
Ο Μάρκελλος,
πιο χλωμός τώρα, κάνει ένα μικρό νεύμα με το κεφάλι του, και στηρίζοντας στο
στήθος το χέρι του, που ’ναι βαμμένο με μελάνι, εξακολουθεί το τρέξιμο. Ο
οπωροπώλης, ο πιο χοντρός άντρας στις Σέβρες, στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας
του (το πάχος του τον γλύτωσε απ’ το στρατιωτικό), και σαν είδε τον Μάρκελλο που
’τρεχε, του φώναξε μ’ ενθαρρυντικό τόνο:
– Κάνε γρήγορα,
ο πατέρας σου σε περιμένει.
Ο Μάρκελλος,
αλήθεια, θα ’θελε να τρέξει πιο γρήγορα, μα δεν μπορεί. Η καρδιά του χτυπάει, τ’
αυτιά του βουίζουν και τα πόδια του δε θέλουν πια να κουνηθούν. Σιγοκλαίει,
σφίγγει τα δάχτυλά του, που’ ναι αλειμμένα με μελάνι, στο στήθος του και
τραυλίζει:
– Να ’μαι,
μπαμπά, να ’μαι, μπαμπάκα, μπαμπάκα μου, να ’μαι...
Κλαίει και
βάζει όλα τα δυνατά του για ν’ ανεβεί τον ανήφορο. Ο δεκανέας Ντεκλέρκ είχε
φτάσει πια στ’ αλήθεια με τετραήμερη άδεια. Τον έστειλαν σαν τους άλλους να
περάσει εκατό ώρες στην οικογενειακή ζωή, στη ζωή της ειρήνης, με τη συμφωνία
να γυρίσει την ορισμένη μέρα.
Ήταν κοντά
μεσάνυχτα τότες που οι αδειούχοι απ’ όλα τα σώματα ανέβηκαν σ’ ένα σκοτεινό
τραίνο, χωρίς φώτα, λίγα χιλιόμετρα πίσω απ’ τη γραμμή του πυρός, εξαντλημένοι,
κάθισαν ή ξαπλώθηκαν στους πάγκους και χάμου και σε λίγο αποκοιμήθηκαν με το
ρυθμικό λίκνισμα των βαγονιών. Ύστερα στους προκαταρκτικούς σταθμούς χωρίστηκαν
σε μικρές ομάδες κατά την «πατρίδα» του καθενός. Ο δεσμός του μετώπου κόβεται
τώρα και στη θέση του φανερώνεται ο δεσμός της «πατρίδας». Άρχισαν μάλιστα να
μιλούν και τη γλώσσα του χωριού τους. Όσο πιο πολύ απομακρύνονται απ’ το μέτωπο
τόσο πιο πολύ τους παραξενεύει η ησυχία. Ο Ντεκλέρκ με τη μεγαλύτερη συντροφιά
κατέβηκε στο Παρίσι.
Τη στιγμή του
γυρισμού του, η γυναίκα του ήταν στη δουλειά, ο Μάρκελλος στο σχολείο και μόνο
τα δυο μωρά, που τα πρόσεχε η μεγαλύτερη κόρη, ήταν στο σπίτι. Ο δεκανέας
φίλησε τα παιδιά, έριξε μια ματιά γύρω του κι ένιωσε μέσα του κάποιαν ανήσυχη
χαρά ανακατεμένη μ’ έκπληξη. Η κυρία Ντεκλέρκ γύρισε σπίτι της χωρίς να ξέρει
τίποτε, κουρασμένη πια να πιστεύει και να ελπίζει. Και πέντε λεπτά ύστερα απ’
το ευχάριστο συναπάντημα, μια κρυφή αγωνία την έσφιξε πάλι. Σε τέσσερις μέρες
έπρεπε να βρίσκεται πάλι στο μέτωπο.
Ο δεκανέας
είναι πολύ ήσυχος, δεν παραπονιέται για τίποτα κι η γυναίκα του παραξενεύεται
και τρομάζει. Θαρρεί πως δεν ξαναβρίσκει τον δρόμο της καρδιάς του κι έτσι η
πρόσχαρη όψη στη συνάντησή τους της φέρνει πιο πολύ πόνο. Ήταν πολύ οικονόμος
με τον μισθό του σαν δεκανέας. Έτσι έφερε στο σπίτι ένα μικρό ποσόν και μερικά
δώρα για τα παιδιά.
Σιγά σιγά, σαν
κουρασμένος ακόμα από την ησυχία που τον περιζώνει, εξιστορεί για τα γερμανικά
χαρακώματα, που ήταν τόσο κοντά ώστε μπορούσαν να πιάνουν κουβέντα το βράδυ από
τη μια γραμμή στην άλλη, μάλιστα χωρίς να υψώσουν τη φωνή. Αυτό όμως
απαγορεύεται... Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος δεν το ξέρει κανείς, δηλαδή τίποτα
δεν δείχνει πως πλησιάζει αυτό το τέλος.
Με φωνή χαμηλή
και συρτή (η γυναίκα του δεν τη γνώριζε ακόμα αυτή τη φωνή), ο δεκανέας
διηγείται για τις χειροβομβίδες και τ’ αμπριά, τ’ ασφυξιογόνα και την υγρή
φωτιά, για τ’ αγκάθια, τα συρματοπλέγματα... Και η κυρία Ντεκλέρκ τον ακούει με
ορθάνοιχτα μάτια και δεν μπορεί να πιστέψει πως έχει μπροστά της τον γέρο
Ιούλιό της, που πέρασε όλες αυτές τις περιπέτειες. Πότε πότε τον πιάνει από το
μανίκι λέγοντας:
– Όχι, δεν θα
σε ξαναϊδώ πια, δεν θα γυρίσεις πίσω.
Ο δεκανέας ούτε
βεβαιώνει ούτε το αντικρούει. Χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά του, που άσπρισαν κιόλας,
και γυρίζει αλλού το βλέμμα του. Κάποτε, μέσα στο σκοτάδι, ο Μάρκελλος άκουσε
αυτή την κουβέντα. Κόλλησε στα γόνατα του πατέρα του σαν αρρωστημένο φτωχό
σκυλάκι, έπιασε με τα δυο του χέρια τη χοντρή παλάμη του δεκανέα κι άρχισε να
φιλάει τ’ αγαπημένο και τραχύ αυτό χέρι, με τέτοια άπειρη έκφραση βουβής
απελπισίας που ένιωσε αυτός κάτι ζεστό να του μουσκεύει τα δάχτυλα.
Την άλλη μέρα, ο
δεκανέας καλοπλυμένος πήγε να κάνει επίσκεψη στους συγγενείς και τους φίλους.
Οι γυναίκες τον έζωναν μ’ ένα σωρό ανήσυχες ερωτήσεις για τον πόλεμο και για το
τέλος του, κοιτάζοντάς τον σαν να μπορούσε να δώσει την οριστική απάντηση. Κάθε
φορά είν’ αλήθεια πως ο Ντεκλέρκ ταραζόταν, γιατί θυμόταν τις οδηγίες που του ’χε
δώσει ο λοχαγός τη στιγμή που κινούσε «επ’ αδεία»: να μην πει τίποτα. Και τώρα
απαντούσε για να ξεφύγει:
– Ελπίζουμε...
Όμως απόφευγε
τα μάτια αυτωνών που του μιλούσαν. Οι γυναίκες κούναγαν το κεφάλι και σώπαιναν.
Οι τέσσερις
μέρες πέρασαν γρήγορα. Ο δεκανέας Ντεκλέρκ κι η γυναίκα του κάθονταν τώρα πλάι
πλάι μέσα στο βαγόνι. Αυτή τονε προβοδίζει ως το Παρίσι, κρατώντας το μπράτσο
του και κοιτάζοντάς τον γλυκά μέσα στα μάτια. Μια τρυφεράδα ανείπωτη της
φλογίζει το βλέμμα και τα δάχτυλα. Αυτός μαζεύτηκε, λες σαν αφηρημένος. Της
απαντάει με μισόλογα, σχεδόν μ’ αδιάφορη φωνή και κοιτάζει ολοένα απ’ το
παραθύρι. Πότε πότε μόνο, όταν οι ματιές τους διασταυρώνονται, ένα χαμόγελο
ευγνωμοσύνης ξεχύνεται στο πρόσωπό του και σβήνει. Δε θέλει να λυγίσει μπροστά
στη συγκίνηση. Η σκέψη του βρίσκεται κιόλας εκεί κάτου.
Στο Παρίσι
πρέπει να πάνε στον Βόρειο σταθμό για να σφραγίσουν το φύλλο της άδειας. Κι
έτσι ο Ντεκλέρκ βρίσκεται πάλι χωμένος στην τεράστια μηχανή του πολέμου. Οι
Σέβρες, η γυναίκα του και τα παιδιά του σκεπάζονται μπροστά του μ’ ένα σύννεφο
καπνού. Με αφηρημένο τόνο αποχαιρετάει τη γυναίκα του μπροστά σ’ όλους τους
άλλους αδειούχους και βυθίζεται και πάλι ολόκληρος στην ατμόσφαιρα της στρατιωτικής
ζωής.
Η κυρία
Ντεκλέρκ ξανάβαλε στην κασέλα την κυριακάτικη ρόμπα της, το δαχτυλίδι και την
καδένα της που ’χε φορέσει για τον άνδρα της κι άρχισε πάλι ν’ ανεβαίνει τα
εκατόν σαράντα σκαλιά στον ανήφορο που φέρνει στη δουλειά της. Ύστερα από λίγες
μέρες, παραμόνευε τον γραμματοκομιστή με φόβο κι ελπίδα. Κακά μαντάτα έφταναν
απανωτά. Ο μπακάλης που ’χε το μεγαλύτερο πρατήριο της γωνίας σκοτώθηκε, ο
υπάλληλός του πληγώθηκε κι ο μικρότερος αδερφός αυτουνού που είχε το κατάστημα
των παιδικών παιχνιδιών έχασε ολόκληρο το πόδι του. Κι όλο πιο συχνά οι
μαυροφόρες μαζεύονται τη νύχτα και μετρούν κάπου εβδομήντα αγαπημένους που δε
θα γυρίσουν πια στις Σέβρες.
Με πόση προσοχή
φοράει ο Μάρκελλος τον καινούργιο σκούφο που του ’φτιαξαν, με το παλιό πηλίκιο
του δεκανέα. Από τότε που ’φυγε ο πατέρας, πολύν καιρό ήταν τα βλέφαρά του
κόκκινα, κι οι σκοτεινές κηλίδες που ’χει κάτω απ’ τα μάτια είναι τώρα πιο
βαθιές από πριν.
Σέβρες, Νοέμβρης 1915
Πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά: «Ριζοσπάστης»,
23 Ιανουαρίου 1922
Αναδημοσιεύτηκε στην «Πάλη των
Τάξεων», 24 Δεκεμβρίου 1933