Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ενάντια στην «επιδημία» ανεργίας και φτώχειας να «επανεκκινήσουμε» τους αγώνες μας


Να προτάξουμε το δικό μας πρόγραμμα «επανεκκίνησης»: απόσυρση των αντεργατικών μέτρων, απαγόρευση των απολύσεων – αυξήσεις στα επιδόματα ανεργίας και επέκτασή τους σε όλους τους ανέργους και για όλο το διάστημα της ανεργίας – αναστολή ή διαγραφή των χρεών των μικρομεσαίων και φτωχών νοικοκυριών – δραστική μείωση τιμών και διατίμηση σε τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, ρεύμα, επικοινωνίες – παραγωγική ανασυγκρότηση με κεντρικό σχέδιο και δημόσιες επενδύσεις, κρατικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την αντιμετώπιση της κρίσης ευνοεί το αποτυχημένο παρασιτικό μοντέλο «ανάπτυξης», τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Να απαντήσουμε με οργάνωση και ενότητα των εργαζομένων, να προετοιμάσουμε δυναμικούς και αποτελεσματικούς αγώνες.



1. Η «έξοδος» από την κύρια φάση της επιδημίας του κορωνοϊού στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, συνοδεύεται από την κορύφωση της αγωνίας για το πού θα φτάσουν οι οικονομικές συνέπειες από την «καραντίνα» και την αναστολή λειτουργίας των περισσότερων επιχειρήσεων. Η αγωνία αυτή όμως έχει δύο τελείως διαφορετικές όψεις: για την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών και τις υποτακτικές τους κυβερνήσεις επικεντρώνεται στο πώς θα παραμείνει αλώβητο το σύστημά τους, πώς θα διασωθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων, πώς θα φορτωθεί η δεδομένη πλέον βαθιά ύφεση στα λαϊκά στρώματα χωρίς να προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Για τον φτωχό εργαζόμενο λαό η αγωνία αφορά την ίδια την επιβίωση, το μεροκάματο, τη θέση εργασίας. Πράγματα που κινδυνεύουν άμεσα όχι τόσο από την έκταση που πήρε η επιδημία αυτή καθαυτή όσο από τον άναρχο και παράλογο τρόπο λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας. Και, φυσικά, από τη συνειδητά αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να «πρωτοπορεί» σε αυτόν τον τομέα.
Στη χώρα μας, για διάφορους λόγους, η επιδημία πήρε μικρές διαστάσεις. Ο σημαντικότερος από αυτούς τους λόγους είναι η υπευθυνότητα και η αυτοπειθαρχία που επέδειξε ο ελληνικός λαός. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι φυσικό να υπερτονίζει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που πήρε. Ωστόσο, πίσω από αυτό υπάρχει μπόλικη υποκρισία. Και αποκαλύπτεται τώρα, πρώτον, με την άρση σχεδόν κάθε περιορισμού όσον αφορά τον τουριστικό κλάδο, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο να υπάρξει ανάκαμψη της επιδημίας μέσα στο καλοκαίρι, από εισερχόμενα κρούσματα. Και δεύτερον, με τη συνέχιση μιας εχθρικής πολιτικής έναντι της δημόσιας υγείας. Η κυβέρνηση δεν προχωρά στους μαζικούς διορισμούς που χρειάζεται απεγνωσμένα το σύστημα υγείας, σπρώχνει άμεσα ή έμμεσα τον κόσμο στην ιδιωτική υγεία (βλ. διαγνωστικές εξετάσεις, τεστ για τον ιό, αναστολή χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία κ.λπ.), ενώ επιμένει στις έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις νοσοκομείων, μέσω της «σύμπραξης» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και όχι μόνο.
Ακόμα χειρότερα, τα εργασιακά μέτρα της κυβέρνησης έχουν διαμορφώσει ήδη ένα τεράστιο εργασιακό ναρκοπέδιο. Με τη χωρίς διάκριση αναστολή των συμβάσεων εργασίας, με το επίδομα πείνας των 530 ευρώ μηνιαίως, και κυρίως με το δολοφονικό μέτρο του Βρούτση περί μείωσης του χρόνου εργασίας (πρόγραμμα «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ») δημιουργείται ένα νέο, άκρως ελαστικοποιημένο εργασιακό τοπίο. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι όλα αυτά είναι προσωρινά. Απαντάμε: ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Υπάρχει περίπτωση οι εργοδότες, ενώ θα έχουν συνηθίσει να πληρώνει το κράτος για τους μισθούς των υπαλλήλων τους και τις ασφαλιστικές τους εισφορές, και με τον τζίρο τους σίγουρα μειωμένο, να δεχθούν να ξαναγυρίσουν στην πρότερη κατάσταση; Η λογική λέει ότι είτε θα προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις είτε θα ζητήσουν να διατηρηθούν τα «προσωρινά» μέτρα, είτε και τα δύο! Εξάλλου, από τις 15 Ιουνίου παύει κάθε προστασία από απόλυση για τους εργαζόμενους που δεν θα ενταχθούν στο πρόγραμμα «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ»! Η μαζική ανεργία είναι ήδη η πραγματικότητα για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, πρώτ’ απ’ όλα για τους εποχικά εργαζόμενους. Επιπλέον, έχουν ξεκινήσει ήδη οι εργοδοτικοί εκβιασμοί προς τους εργαζόμενους να δουλεύουν περισσότερες ώρες απ’ όσο ορίζει το πρόγραμμα μειωμένης εργασίας, να δουλεύουν σπαστά, ή να δουλεύουν από το σπίτι ενώ θα φαίνεται ότι δεν εργάζονται.
Οι ανοιχτά αντεργατικές προθέσεις της κυβέρνησης, όμως, φαίνονται και από την ήδη δρομολογημένη μείωση του επιδόματος αδείας και του δώρου Χριστουγέννων, αφού αυτά θα υπολογιστούν όχι με βάση τους ονομαστικούς μισθούς αλλά με συνυπολογισμό της αμοιβής της περιόδου μειωμένης εργασίας!

2. Η κυβέρνηση, ο αστικός Τύπος, η αστική τάξη γενικά θριαμβολογούν για την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαθέσει 750 δις (από τα οποία στην Ελλάδα θα αντιστοιχούν τα 32) για την ανάκαμψη των οικονομιών των κρατών-μελών της. Την παρουσιάζουν ως μια «τομή» στην ίδια την πορεία της Ε.Ε., η οποία φέρεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει την πολιτική της αιώνιας λιτότητας και των μνημονίων. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτά. Αν η Ε.Ε. επαναλάμβανε τις «θεραπείες» του 2010, η ύφεση θα έφτανε σε επικίνδυνα για το ίδιο το σύστημα επίπεδα (ήδη υπολογίζεται σε διψήφιο νούμερο) και, δεύτερον, θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της Ε.Ε.
Ωστόσο, η θριαμβολογία για τα 750 δις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κατ’ αρχάς, η αντίσταση των «βόρειων» (Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία, Δανία) δεν έχει καμφθεί ακόμα, και δεν αποκλείεται καθόλου να σκληρύνουν οι όροι για τα χρήματα αυτά. Κατά δεύτερον, μιλάμε για ποσά που θα είναι άμεσα ή έμμεσα δανεικά – η αύξηση των χρεών στον ήδη καταχρεωμένο Νότο της Ε.Ε. θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη. Τρίτον, τα χρήματα θα δοθούν στα κράτη-μέλη σε βάθος 5ετίας, και θα δίνονται μόνο εφόσον υποβληθούν από τις κυβερνήσεις και εγκριθούν από την Ε.Ε. συγκεκριμένα προγράμματα που να δικαιολογούν αυτή την επιχορήγηση. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι τα χρήματα από αυτό το «πακέτο» θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε συγκεκριμένους τομείς: υγεία, «πράσινη» οικονομία, ψηφιακή οικονομία, αποζημίωση και κατάρτιση εργαζομένων. Σε αυτούς ακριβώς τους τομείς, ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, γίνεται το «πάρτι» της αρπαγής του δημόσιου χρήματος και της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες, μέσω επιδοτήσεων, ανάθεσης έργων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη δώσει το μήνυμα στα όρνεα του κεφαλαίου, με την προώθηση της εγκληματικής ιδιωτικοποίησης του νερού και την περαιτέρω απορρύθμιση-ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού τομέα.
Ακόμα και αν τα χρήματα αυτά «στομώσουν» κάπως την τεράστια υφεσιακή δυναμική, ο ευρωπαϊκός Νότος πονάει κυρίως στην παραγωγή! Ειδικά η Ελλάδα είναι προφανές ότι δεν έχει ανάγκη από ακόμα περισσότερες ανεμογεννήτριες (που, πέρα απ’ όλα τα άλλα, αυξάνουν το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος), ούτε από σκανδαλώδη προγράμματα «κατάρτισης» εργαζομένων και «νεοφυείς» επιχειρήσεις φίλων των κυβέρνησης. Έχει ανάγκη από ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης! Και αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με μέτρα προστατευτισμού υπέρ της εγχώριας παραγωγής, κεντρικό σχέδιο, δημόσιες επενδύσεις και, τελικά, κρατικοποίηση των στρατηγικών τομέων. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να προχωρήσει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν μπορεί βέβαια να αρνηθεί κανείς ότι η στάση της Ε.Ε. δίνει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν είναι τυχαίο ότι, με το που ανακοινώθηκαν τα 750 δις, πήγε πίσω κάθε κουβέντα για πρόωρες εκλογές ή δραστικό ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Όμως, η εικόνα του «πανίσχυρου» Μητσοτάκη δεν θα πάει πολύ μακριά. Η κυβέρνηση θα πληγεί νομοτελειακά από την πραγματικότητα στο μέτωπο της οικονομίας. Και ας αφήσουμε στην άκρη τις απολύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, την άμεση ή έμμεση μείωση των μισθών. Η μεγάλη φθορά για την κυβέρνηση θα έρθει από τη λεγόμενη «μεσαία τάξη», από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους αυτοαπασχολούμενους, που ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι είναι το προνομιακό του κοινό. Η προοπτική για αυτά τα κοινωνικά στρώματα είναι σκοτεινή. Η τεράστια «τρύπα» που δημιουργήθηκε στον τουρισμό, την εστίαση, την ψυχαγωγία, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που εντάθηκε λόγω της επιδημίας αλλά και λόγω της προκλητικής εύνοιας της κυβέρνησης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών του ελληνικού λαού, όλοι αυτοί και άλλοι παράγοντες εξασφαλίζουν ότι: η χρόνια δυσαρέσκεια της μικροαστικής τάξης όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει, αλλά μεσοπρόθεσμα θα ενταθεί και θα εκφραστεί τελικά και ενάντια στη σημερινή κυβέρνηση.

3. Το ότι η εργατική μας τάξη δεν παρέλυσε από τον φόβο, δεν κάθισε στη γωνιά της μέσα στην επιδημία είναι ένα εφαλτήριο για να βάλουμε φραγμό στα σχέδια των εργοδοτών και της κυβέρνησης. Παρά τις ιδιαίτερες συνθήκες, δεν έλειψαν οι κινητοποιήσεις σε μια σειρά χώρους (υγειονομικοί, εργαζόμενοι στον πολιτισμό, εστίαση, εκπαιδευτικοί, εργοτάξια, ΛΑΡΚΟ κ.ά.). Επίσης, σημαντικές είναι οι αντιδράσεις για το αντι-περιβαλλοντικό νομοσχέδιο.
Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ένα ευρύτατο μέτωπο των δυνάμεων που αντιστέκονται, των πιο ζωντανών κομματιών της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών της πόλης και του χωριού, του κόσμου της εκπαίδευσης, του κόσμου που κινητοποιείται για το περιβάλλον. Ένα τέτοιο μέτωπο θα πρέπει να αντιτάξει στα αντιλαϊκά σχέδια άρχουσας τάξης και κυβέρνησης το δικό του πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης: πραγματική στήριξη της δημόσιας υγείας – απόσυρση των αντεργατικών μέτρων, καθώς και των αντι-εκπαιδευτικών και αντι-περιβαλλοντικών – εγγύηση των θέσεων εργασίας και της σταθερής-πλήρους εργασίας – αυξήσεις στα επιδόματα ανεργίας και επέκτασή τους σε όλους τους ανέργους και για όλο το διάστημα της ανεργίας – αναστολή ή διαγραφή των χρεών των μικρομεσαίων και φτωχών νοικοκυριών προς τις τράπεζες – δραστική μείωση τιμών και διατίμηση σε τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, ρεύμα, επικοινωνίες – επανεκκίνηση της οικονομίας με κεντρικό σχέδιο, δημόσιες επενδύσεις, έμφαση στην παραγωγή, την έρευνα και την τεχνολογία – κρατικοποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας με εργατικό-λαϊκό έλεγχο.

4.6.2020
Η Συντακτική Επιτροπή