Η
πάλη για αυξήσεις να συνδυαστεί με την
αντίδρασή μας στις ανατιμήσεις, στις
οποίες σίγουρα θα προχωρήσουν οι
καπιταλιστές
Με τις πρώτες μικρές αυξήσεις των εισοδημάτων, είναι σίγουρο ότι οι τιμές –που δεν μειώθηκαν ουσιαστικά μέσα στην κρίση, παρά την κατάρρευση μισθών και συντάξεων– θα πάρουν πάλι την ανηφόρα… |
Κάνοντας
μια αναδρομή στις δύο τελευταίες
δεκαετίες, και με βάση δύο καθοριστικές
παραμέτρους για το βιοτικό επίπεδο της
συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων
και των συνταξιούχων της χώρας μας, τις
τιμές των προϊόντων από τη μία και τους
μισθούς και συντάξεις από την άλλη,
διαπιστώνουμε ότι:
Με
βάση τα στοιχεία της Eurostat,
από
το 2000 έως σήμερα
στην Ελλάδα οι τιμές των προϊόντων
αυξήθηκαν συνολικά κατά 42,4%, έναντι του
μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
είναι 36,5%. Οι ανατιμήσεις στους λογαριασμούς
των ΔΕΚΟ και η αύξηση του κόστους
θέρμανσης επηρέασαν ανοδικά τις τιμές
στο πεδίο της στέγασης. Από την είσοδό
μας στο ευρώ και μέχρι σήμερα το κόστος
αυτό αυξήθηκε κατά
76,7%, έναντι του μέσου
κοινοτικού όρου που είναι 57,2%, ενώ στη
Γερμανία 38,1%! Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις
της φορολογίας μετέτρεψαν σε «ακριβό
σπορ» το ντύσιμο, όπου οι τιμές αυξήθηκαν
κατά 22,4% για τους Έλληνες, έναντι 0,8% στην
Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει και στις μεταφορές,
με αύξηση 53,3%, έναντι 41,2% στην Ε.Ε.
Ανατιμήσεις όμως παρατηρήθηκαν και
στις τουριστικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα
τη συρρίκνωση της περιόδου των διακοπών
για τους εργαζόμενους και τους
συνταξιούχους.
Κατά
την περίοδο 2010-2018,
από την έναρξη του μνημονίου δηλαδή
μέχρι σήμερα, με τις μνημονιακές
υποτιμήσεις σε μισθούς, συντάξεις και
κοινωνικές δαπάνες (σχολεία, πανεπιστήμια,
νοσοκομεία, φάρμακα, παροχές κοινωνικής
μέριμνας) και με τη φοροληστεία,
υπολογίζεται
ότι πάνω από 180 δις ευρώ αφαιρέθηκαν
βίαια από συνταξιούχους και μισθωτούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου
Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, η δαπάνη
για αγορές αγαθών και υπηρεσιών στις
τρέχουσες τιμές για τη μέση οικογένεια
το 2008 ήταν 2.120 ευρώ, το 2012 είχε πέσει στα
1.637 ευρώ και το 2016 μειώθηκε ακόμα
περισσότερο, στα 1.502 ευρώ.
Σύμφωνα
με τη μνημονιακή προπαγάνδα, το έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
οικονομίας οφειλόταν κυρίως στο υψηλό
κόστος εργασίας. Έτσι, οι εντολοδόχες
ελληνικές κυβερνήσεις επέλεξαν να
μειώσουν δραματικά τους μισθούς επειδή
αυτό υποτίθεται θα οδηγούσε σε μείωση
των τιμών («εσωτερική υποτίμηση»). Είδατε
πουθενά να έχουν πάρει τον ίδιο κατήφορο
οι τιμές των προϊόντων όπως οι μισθοί
και οι συντάξεις; Όχι βέβαια!
Οι τιμές δεν μειώθηκαν όπως προέβλεπε
η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης. Την
περίοδο 2010-2016, ενώ η μείωση του κόστους
εργασίας έφτασε στο 37,5%, οι τιμές των
προϊόντων μειώθηκαν ελάχιστα, όχι πάνω
από 3%.
Άρα το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής οικονομίας δεν οφειλόταν στο
υψηλό κόστος εργασίας και η
«εσωτερική υποτίμηση» ήταν όχημα για
την μισθολογική «υποτίμηση» των
εργαζομένων και συνταξιούχων και την
αύξηση του περιθωρίου κέρδους των
καπιταλιστών.
Το
πρόβλημα της ακρίβειας, όπως είδαμε,
προϋπήρχε της κρίσης, γιατί η ακρίβεια
ήταν επιλογή των Ελλήνων καπιταλιστών.
Γι’ αυτό και είμαστε σίγουροι ότι, με
τις πρώτες μικρές αυξήσεις των εισοδημάτων,
θα
αρχίσουν πάλι τις ανατιμήσεις.
Ο
μόνος τρόπος για να σταματήσουμε τον
εφιάλτη της ακρίβειας είναι η πάλη για
να ενισχυθεί το λαϊκό εισόδημα, με
αυξήσεις στους μισθούς, τις συντάξεις
και τα επιδόματα ανεργίας. Εξίσου βασικό,
όμως, είναι να παλέψουμε για υποχρεωτική
διατίμηση σε όλα τα βασικά προϊόντα και
υπηρεσίες (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, τρόφιμα,
ενοίκια, μεταφορές), με έλεγχο των τιμών
σε όλο το κύκλωμα της αγοράς και με
αυστηρές ποινές φυλάκισης για όσους
παραβιάζουν τη διατίμηση. Σε όσους
υποστηρίζουν ότι το αίτημα αυτό είναι
ουτοπικό, απαντάμε ότι η διατίμηση δεν
είναι κάτι καινούργιο, υπήρχε στο
παρελθόν για διάφορα αγαθά, και πρέπει
να παλέψουμε για να επανέλθει!
Όλγα
Στεφανίδου