Παραγωγικός και μη παραγωγικός τομέας της οικονομίας
Η καπιταλιστική οικονομία χωρίζεται σε δύο τομείς: 1) Ο παραγωγικός τομέας περιλαμβάνει τη δημιουργία και μεταφορά προϊόντων. Ατμομηχανή της παραγωγής αποτελεί η βιομηχανία, το επίπεδο της οποίας καθορίζεται από την επιστημονική-τεχνολογική ανάπτυξη. Αναγκαίος τροφοδότης της βιομηχανίας είναι η ενέργεια. Και αναγκαίο μέσο για να φθάσουν η ενέργεια και τα προϊόντα στον προορισμό τους είναι τα μεταφορικά μέσα. Στον παραγωγικό τομέα περιλαμβάνεται και ο αγροτικός, αλλά το επίπεδο ανάπτυξής του εξαρτάται απόλυτα από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της επιστήμης-τεχνολογίας. 2) Ο μη παραγωγικός τομέας περιλαμβάνει το εμπόριο, τις τράπεζες, τις ασφάλειες, τις διάφορες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, τον τουρισμό και γενικά όλες αυτές τις εργασίες που έχουν διαμεσολαβητικό, δευτερεύοντα και συχνά παρασιτικό χαρακτήρα, επιδεχόμενες σε μεγάλο βαθμό και το στοιχείο της απάτης.
Ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας αποτελεί το ουσιαστικό κομμάτι της οικονομίας, γιατί αυτός παράγει τις πραγματικές αξίες, τις αξίες χρήσης, οι οποίες με τη σειρά τους μεταμορφώνονται σε ανταλλακτικές αξίες.
Ο μη παραγωγικός τομέας της οικονομίας είναι δευτερεύων, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον παραγωγικό, και περιστρέφεται πάντοτε γύρω από αυτόν. Δεν παράγει αξίες χρήσης, και, αν κάποια «προϊόντα» του (π.χ. χρηματοπιστωτικά) εμφανίζονται με τη μορφή ανταλλακτικής αξίας, αυτή την αντλούν από την αξία χρήσης των προϊόντων της πραγματικής παραγωγής ή κάποιες φορές τη στηρίζουν στην καθαρή απάτη.
Ισχυρή λοιπόν είναι η οικονομία που έχει ισχυρό παραγωγικό τομέα, γιατί αυτός παίζει πάντοτε τον πρωταρχικό και ουσιαστικό ρόλο.
Ο προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας
Τα τελευταία χρόνια είδαμε να μειώνεται το μερίδιο της ελληνικής βιομηχανίας στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, να μειώνεται η παραγωγή της, να μειώνονται οι νέες επενδύσεις σε αυτήν και γενικά να κυριαρχεί απαισιοδοξία και αδιαφορία για το μέλλον της.
Είδαμε τις ελληνικές δαπάνες για την έρευνα και την τεχνολογία να βρίσκονται πανευρωπαϊκά στις τελευταίες θέσεις.
Είδαμε τον ίδιο τον ΣΕΒ να μετονομάζεται από «Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών» σε «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών» και να τροποποιεί το καταστατικό του, έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται μέλος του κάθε είδους μεγάλη επιχείρηση, ακόμα κι αν δεν έχει καμία σχέση με τη βιομηχανία, όπως για παράδειγμα πολυκαταστήματα, τράπεζες, ξενοδοχεία, ακόμα και κέντρα αδυνατίσματος.
Είδαμε να ανθεί η ληστεία του χρηματιστηρίου, η γιγάντωση των τραπεζών μέσω του τοκογλυφικού δανεισμού, οι ιδιωτικές ασφάλειες, τα τερατώδη πολυκαταστήματα και μια κακής ποιότητας οικοδομική και βιοτεχνική δραστηριότητα, στηριγμένη σε ανειδίκευτους φτηνούς ξένους εργάτες. Η φτηνή εργασία πήρε στη χώρα μας πρωτοφανείς διαστάσεις και έγινε ο βασικός μοχλός κερδοφορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια, καθιστώντας «περιττή» την τεχνολογική ανανέωση και ανάπτυξη.
Είδαμε, τέλος, με φρίκη να χαρίζονται αφειδώς 28 δισεκατομμύρια ευρώ στις τράπεζες, οι οποίες όχι μόνο δεν θα τα διοχετεύσουν στην εσωτερική οικονομία (έστω και με τους γνωστούς τοκογλυφικούς τόκους τους), αλλά με αυτά θα στηρίξουν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό και κυρίως στα Βαλκάνια.
Αντίθετα, δεν είδαμε κανένα έργο υποδομής για την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, των μεταφορών, των επικοινωνιών, της αγροτικής παραγωγής κ.λπ., σε αντίθεση με όλες τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, που, άλλες δειλά κι άλλες τολμηρά, στρέφονται προς την κατεύθυνση αυτή.
Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον παραδοσιακά αυξημένο ρόλο του εμπορίου και του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν ο προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας γίνεται όλο και περισσότερο μη-παραγωγικός.
Ο προσανατολισμός της παγκόσμιας οικονομίας
Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η καπιταλιστική οικονομία αναπτυσσόταν για την αποκατάσταση των τεράστιων υλικών καταστροφών, ζημιών και ελλείψεων που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Επρόκειτο για μια παραγωγή αξιών χρήσης, που ξεκινούσε από κατασκευή δρόμων, δημοσίων κτιρίων και κατοικιών και έφθανε μέχρι τους οικιακούς εξοπλισμούς, τα αυτοκίνητα κ.λπ. Ταυτόχρονα, είχαμε και νέες σημαντικές ανακαλύψεις, που αποτέλεσαν για κάποια χρόνια τροφοδότη της οικονομίας (π.χ. τηλεοράσεις, πλυντήρια κ.λπ.).
Όταν οι ανάγκες αυτές κορέσθηκαν, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία επιβράδυνε τους ρυθμούς παραγωγής νέων προϊόντων, επιβράδυνε την τεχνολογική ανάπτυξη που σχετιζόταν με τα προϊόντα αυτά και έριξε ιδιαίτερο βάρος στα εξής πράγματα: 1) Σε διάφορες άυλες δραστηριότητες χρηματοπιστωτικού περιεχομένου, που ουσιαστικά αποτελούσαν αγοραπωλησία προσδοκιών μεγάλου και εύκολου κέρδους, κάτι σαν τζογαδόρικα στοιχήματα (π.χ. αγοραπωλησία των μελλοντικών κερδών που επρόκειτο να αποφέρει η αποπληρωμή στεγαστικών δανείων) ή εκμετάλλευση των ανασφαλειών που γεννούσε ο ίδιος ο καπιταλισμός (ιδιωτικές ασφάλειες κάθε είδους, ιδιωτική υγεία κ.λπ.). 2) Στην αρπαγή χρημάτων της μικροαστικής και εργατικής τάξης μέσα από την τεράστια διόγκωση και «κοινωνικοποίηση» του χρηματιστηρίου, στο οποίο προσελκύστηκαν να παίξουν τεράστιες μάζες πληθυσμού. 3) Στη συστηματική ληστεία της πλειοψηφίας του λαού μέσα από τον τοκογλυφικό δανεισμό των τραπεζών, ο οποίος πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις σε όλο τον κόσμο και έδωσε τεράστια δύναμη στο τραπεζικό κεφάλαιο. 4) Στην ανάπτυξη της διαφήμισης (ιδιαίτερα μέσω της τηλεόρασης) όχι ως μέσου πληροφόρησης αλλά ως μέσου προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου για την προώθηση ακόμη και πλαστών αναγκών. 5) Στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποίοι αφενός μείωσαν τον απαιτούμενο χρόνο για την διενέργεια πολλών όχι παραγωγικών αλλά προπαρασκευαστικών και διαμεσολαβητικών πράξεων (λογιστικών, επικοινωνιακών, εμπορικών) και αφετέρου χρησιμοποιήθηκαν για τη χειραγώγηση των καταναλωτών και των εργαζομένων (μέθοδοι μάρκετινγκ και μάνατζμεντ) και την εξαπάτηση και αφαίμαξη των δανειοληπτών (εξαιρετικά περίπλοκα προγράμματα υπολογισμού τόκων, νέα περίπλοκα δανειακά προϊόντα κ.λπ.) 6) Στην αύξηση της υπεραξίας και του κέρδους μέσω της εκτεταμένης χρήσης της φτηνής εργασίας. Στο τελευταίο αυτό στοιχείο πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά, αφενός γιατί πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις, τόσο με τη μαζική εισαγωγή φτηνών μεταναστών στις ανεπτυγμένες χώρες όσο και με τη μαζική μεταφορά βιομηχανιών στο εξωτερικό, και αφετέρου γιατί αποτέλεσε τεράστια τροχοπέδη για την ανάπτυξη της τεχνολογίας, αφού οι καπιταλιστές εφησυχάστηκαν από τα αστρονομικά κέρδη που τους απέφερε η φτηνή εργασία. Μάλιστα, χώρες όπως η Κίνα λειτούργησαν σαν γιγάντιες δεξαμενές πάμφθηνου εργατικού δυναμικού, που κράτησαν καθηλωμένη για χρόνια την παγκόσμια τεχνολογική ανάπτυξη. Η πάμφθηνη ξένη εργασία οδήγησε σε καθήλωση ή και μείωση των απολαβών και δικαιωμάτων και του εγχώριου εργατικού δυναμικού των ανεπτυγμένων χωρών, με τα ίδια αντιπαραγωγικά αποτελέσματα.
Τις τελευταίες δεκαετίες λοιπόν, ο παγκόσμιος καπιταλισμός ρίχτηκε με ακράτητο ζήλο σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες και υιοθέτησε την αντιπαραγωγική αντίληψη της φτηνής εργασίας.[…]
Η αφύσικη διόγκωση του τραπεζιτικού κεφαλαίου, ο παρασιτικός του χαρακτήρας και ο ρόλος του στη σημερινή κρίση
Η δικτατορία των τραπεζών, που πλέον στην πλειοψηφία τους ήταν ιδιωτικές, επιβλήθηκε όχι μόνο σε βάρος των εργαζομένων και των μικροεπιχειρήσεων, αλλά σε βάρος των μεγάλων και παραγωγικών επιχειρήσεων. Φτάσαμε στο σημείο να εξαρτάται από τις διαθέσεις των πανίσχυρων ιδιωτικών τραπεζών η ρύθμιση και η κατεύθυνση ολόκληρης της οικονομίας. Και τονίζουμε τον ιδιωτικό χαρακτήρα των τραπεζών για να κατανοήσουμε ότι πλέον η χρηματοδότηση, το βασικό αυτό εργαλείο οικονομικής πολιτικής, είχε ξεφύγει από τα χέρια του κράτους και είχε περάσει στα χέρια ατομικών καπιταλιστών. Ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις βρέθηκαν στη δεινή θέση να στενάζουν κάτω από τους αβάσταχτους τοκογλυφικούς τόκους των τραπεζών.
Οι τράπεζες από επιχειρήσεις φύλαξης και δανεισμού του χρήματος (που δεν έχει αξία από μόνο του αλλά αποτελεί ανταλλακτικό μέσο των παραγόμενων προϊόντων), μετατράπηκαν σε αφέντες όλης της οικονομίας, την οποία απομυζούσαν άπληστα. Η κυριαρχική αυτή θέση τους ήταν τελείως αφύσικη και δυσανάλογη με την πραγματική προσφορά τους. Ενδεικτικό είναι ότι στις ΗΠΑ οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ενώ απασχολούσαν μόνο το 5% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και παρήγαγαν μόνο το 14% του ΑΕΠ, είχαν απαιτήσεις επιστροφής δανείων που έφταναν στο 173% του ΑΕΠ.
Όπως συμβαίνει πάντα στον καπιταλισμό, τα κεφάλαια κατευθύνθηκαν ορμητικά και επενδύθηκαν σωρηδόν στον πλέον προνομιούχο και επικερδή κλάδο, αυτό των τραπεζών, χωρίς κανένα πρόγραμμα και σχέδιο για το μέλλον. Οδηγηθήκαμε λοιπόν σε μια οικονομία υδροκέφαλη, με τις τράπεζες να αποτελούν ένα τεράστιο κεφάλι σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία, που αποτελούσε ένα ισχνό σώμα.
Αναπόφευκτο ήταν λοιπόν να χαθεί η ισορροπία, να κορεστεί η χρηματοπιστωτική αγορά και να σκάσει η φούσκα. Τα δάνεια δεν ήταν πλέον δυνατόν να εξοφληθούν. Έτσι είχαμε το μεγάλο μπαμ των στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ και την κατάρρευση πολλών τραπεζών σε όλον τον κόσμο. […]
Ο πρωταρχικός ρόλος της βιομηχανίας στην παραγωγή και στην ιστορία
[…] Με τη βιομηχανία η αστική τάξη βρέθηκε να έχει στα χέρια της τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου που γέννησε ποτέ η βιομηχανία είναι αυτή που κοινωνικοποίησε τόσο την παραγωγή, ώστε έκανε πλέον περιττή και καταστροφική την ύπαρξη της ίδιας της αστικής τάξης. Τεράστιο μέγεθος της βιομηχανίας και των κοινωνικών δυνάμεων που συνδυάζει, είναι αυτό που επιτάσσει την αφαίρεση του ελέγχου της από τη μικρή χούφτα των αστών εκμεταλλευτών και την πλήρη διαχείρισή της από την ίδια την κοινωνία. Η βιομηχανία, τέλος, είναι αυτή που δημιουργεί τη συγκεντρωμένη κοινωνική δύναμη που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό: τη βιομηχανική εργατική τάξη.[…]
Τα φτηνά εργατικά χέρια τροχοπέδη στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας
Ένα στοιχείο καθυστέρησης, που πάντοτε τείνει να καθηλώνει την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αλλά και γενικότερα της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας, εκτός από τη δικτατορία των τραπεζών που ήδη αναφέραμε, είναι και η υπερεκμετάλλευση των φτηνών εργατικών χεριών.
Ο Μαρξ αναφέρει στο Κεφάλαιο, Βιβλίο Πρώτο, Η Εξελικτική Διαδικασία Παραγωγής του Κεφαλαίου, Κεφάλαιο 13ο, Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία, Η αξία που δίνει η μηχανή στο προϊόν, ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της εποχής του:
«Οι γιάνκηδες έχουν εφεύρει μηχανές που σπάζουν την πέτρα. Οι Άγγλοι δεν τις χρησιμοποιούν, γιατί ο “άθλιος” (δηλαδή ο γεωργικός εργάτης) που εκτελεί αυτή την εργασία, πληρώνεται για ένα τόσο μικρό μέρος της εργασίας του, ώστε οι μηχανές θα ακρίβαιναν την παραγωγή για τον κεφαλαιοκράτη».
Η μεγαλύτερη απόδειξη έρχεται από την ίδια την ανθρώπινη ιστορία. Στην αρχαιότητα, παρόλο που είχαν γίνει αξιόλογες εφευρέσεις, όπως π.χ. οι διάφορες μηχανές που είχε κατασκευάσει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (μεταξύ των οποίων και ο πρόγονος της σημερινής ατμομηχανής), δεν χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή γιατί υπήρχε η εύκολη λύση της πληθώρας των δούλων, που με τη μαζική χειρωνακτική τους εργασία κάλυπταν τις παραγωγικές ανάγκες.
Παρόμοιο ρόλο παίζει και στην εποχή μας η μαζική εισαγωγή και χρήση φτηνών εργατικών χεριών. Η ελληνική αστική τάξη, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχει υποτάξει ολόκληρη την κερδοφορία της και γενικότερα την πολιτική της στη μαζική εισαγωγή εκατομμυρίων φτηνών, ανειδίκευτων και γενικά άτεχνων ξένων εργατών. Οι περισσότεροι από τους εργάτες αυτούς είναι τελείως ακατάλληλοι για τη βιομηχανία. Ενώ όσοι είναι ή γίνονται με τον καιρό κατάλληλοι, παίρνουν τόσο χαμηλές αμοιβές, ώστε ο βιομήχανος δεν έχει κίνητρο να ανανεώσει τις μηχανές του και τις μεθόδους του με άλλες πιο παραγωγικές. Επίσης, πολλοί βιομήχανοι, όπως για παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας, προτιμούν να μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στις ίδιες τις πηγές των φτηνών εργατικών χεριών, επιδοτούμενοι μάλιστα από το κράτος. Ακόμα και η ελληνική γεωργία παραμένει ανεξέλικτη, τεχνικά καθυστερημένη και αντιπαραγωγική, εξαιτίας της πληθώρας των φτηνών ξένων εργατών γης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η βιομηχανία, η τεχνολογία, η παραγωγή και η παραγωγικότητα στην Ελλάδα υποβαθμίζονται όλο και περισσότερο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. […]