Ξεκάθαρα αντεργατικός ο νέος «μηχανισμός» καθορισμού του κατώτατου μισθού
Επί δεκαετίες ολόκληρες ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων της Ελλάδας καθοριζόταν μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώρα κάθε έτος, ανάμεσα στις οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων. Ήταν δηλαδή αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που απαιτούσε και δικαιολογούσε την ταξική οργάνωση, δράση και πίεση των εργαζομένων, καθώς και την υλοποίησή της μέσω του νόμιμου μέσου της απεργίας. Όλοι θυμόμαστε ότι ο κατώτατος μισθός ήταν ένα από τα βασικά ζητήματα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που ενόψει της υπογραφής της η ΓΣΕΕ προκήρυσσε κάθε χρόνο κάποιες απεργίες.
Την πάγια αυτή διαδικασία ήρθε να ανατρέψει το καθεστώς των Μνημονίων, που από το έτος 2012 μείωσε εν μία νυκτί τον κατώτατο μισθό κατά 22%, απαγόρευσε για πολλά χρόνια την αύξησή του, απαγόρευσε την υπογραφή εθνικής συλλογικής σύμβασης περί αυτού και εισήγαγε τον άνωθεν καθορισμό του με κυβερνητική απόφαση.
Ως αδιάσπαστη συνέχεια των παραπάνω, έρχεται τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και προαναγγέλλει τη διαιώνιση του ίδιου καθεστώτος, γαρνίροντάς το με μπόλικη σάλτσα «αντικειμενικότητας», «επιστημοσύνης» και «φιλανθρωπίας».
Μας λέει λοιπόν η κυβέρνηση ότι με το νέο καθεστώς που σκοπεύει να θεσπίσει, ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται βάσει ενός μαθηματικού τύπου ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη δύο οικονομικούς δείκτες. Ο πρώτος είναι η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, και μάλιστα ο πληθωρισμός για το 20% της χαμηλότερης εισοδηματικής κατηγορίας, και ο δεύτερος η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Μας μιλάει για τέσσερις «καινοτομίες». Η πρώτη καινοτομία αφορά στην «ασφάλεια», καθώς προβλέπεται ρητά ότι δεν μπορεί να υπάρξει μείωση του κατώτατου μισθού. Η δεύτερη αφορά στη σύνδεση του κατώτατου μισθού με τα «πραγματικά στοιχεία» της ελληνικής οικονομίας. Η τρίτη καινοτομία έγκειται στο ότι για τον ορισμό του κατώτατου μισθού θα λαμβάνονται υπόψη «αντικειμενικά στοιχεία» της ΕΛΣΤΑΤ. Και η τέταρτη είναι ότι για πρώτη φορά ο κατώτατος μισθός του ιδιωτικού τομέα θα αφορά και τους δημοσίους υπάλληλους και αυτό θα συνεπάγεται «αύξηση, σε κάποιο βαθμό» και για αυτούς.
Είναι όλα ψέματα. Και να γιατί: Ξέρουμε πολύ καλά πώς οι αστικές κυβερνήσεις (και ιδιαίτερα η ελληνική) μαγειρεύουν τα στατιστικά στοιχεία και επιλέγουν κατά το συμφέρον της ολιγαρχίας τους κατάλληλους δείκτες και μαθηματικούς τύπους, ώστε να καταλήγουν στα αποτελέσματα που θέλουν. Αποκλείεται π.χ. να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ακρίβεια που μαστίζει τα νοικοκυριά, και ο αντίστοιχος δείκτης θα είναι «στρογγυλεμένος». Η σύνδεση με την «παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας» είναι άκρως επικίνδυνη, όχι μόνο λόγω της σχετικότητας του δείκτη αλλά και λόγω του ότι αυτή η σύνδεση θα φορτώνει στους εργαζόμενους τις καπιταλιστικές παθογένειες. Τα περί «απαγόρευσης μείωσης» του κατώτατου μισθού είναι γελοία, αφού θα είναι πανεύκολο με έναν νόμο που θα επικαλείται «έκτακτες συνθήκες» να προβούν και πάλι σε μείωση, όπως έκαναν το 2012. Όσο για την επέκταση του κατώτατου μισθού του ιδιωτικού τομέα και στο δημόσιο, υποκρύπτει μάλλον δύο στοχεύσεις: την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δημόσιων λειτουργιών και την αποδυνάμωση του διαπραγματευτικού ρόλου των συνδικάτων των δημοσίων υπαλλήλων (που σήμερα βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από την αναιμική ΓΣΕΕ).
Και φυσικά το βασικότερο απ’ όλα είναι ότι ο κατώτατος μισθός, το θεμελιακό αυτό στοιχείο που ενώνει το σύνολο της εργατικής τάξης μιας χώρας, θα καθορίζεται άνωθεν, θέτοντας έτσι εκτός νόμου ένα κεφαλαιώδες κομμάτι της ταξικής πάλης.
Η απάντηση των εργαζομένων πρέπει να είναι απλή: Καμία εμπιστοσύνη στους «μαθηματικούς τύπους» των αστικών κυβερνήσεων. Όχι στον οριστικό ενταφιασμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επαναφορά εδώ και τώρα της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης για τον κατώτατο μισθό και της δεσμευτικότητας όλων των συλλογικών συμβάσεων για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι ή δεν είναι μέλη των αντίστοιχων εργοδοτικών οργανώσεων. Διεκδίκηση των παραπάνω με απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις. Φτάνει πια με τη νεοφιλελεύθερη πανούκλα!
Βασίλης Παπανικολάου