Μάνα Τζόουνς (1837-1930) |
Η Μαίρη Χάρις («Μάνα») Τζόουνς αποτελεί μια από τις πιο θρυλικές και ηρωικές μορφές του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Συνδικαλίστρια, οργανώτρια, αγωνίστρια, πάλεψε με αποφασιστικότητα για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Με τα μικρά γυαλάκια της, με ύψος μόλις 1,50 μ., και σε ηλικία 60, 70, 80 έως και 90 ετών, αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα οργώνει όλη την Αμερική, από τη Δύση έως την Ανατολή, για να οργανώσει τους εργάτες σε σωματεία και να καθοδηγήσει τις απεργίες τους. Τα βάζει με μπράβους και πιστολάδες των εταιρειών, με κυβερνήτες και πολιτικούς, με σερίφηδες και δικαστές, ακόμα και με πουλημένους συνδικαλιστές, προκειμένου να υπερασπιστεί με πάθος το δίκιο των «αγοριών» της, των ανθρακωρύχων της Αμερικής. Γι’ αυτό και τα «αγόρια» της την αποκαλούν «Μάνα», όπως και έμεινε γνωστή στην ιστορία.
Η Μαίρη Χάρις γεννήθηκε το 1837 στο Κορκ της Ιρλανδίας. Οι γονείς της αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο Τορόντο του Καναδά λόγω της πατριωτικής τους δράσης για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας. Εργάζεται ως δασκάλα και ως μοδίστρα. Το 1861 παντρεύεται τον Τζορτζ Τζόουνς, συνδικαλιστή του Σωματείου Σιδηροχυτών, και κάνει μαζί του τέσσερα παιδιά. Όμως, σε μια επιδημία κίτρινου πυρετού στο Μέμφις του Τενεσί, χάνει μέσα σε λίγες μέρες και τον άντρα της και τα παιδιά της. Έτσι φεύγει για το Σικάγο και ανοίγει ένα μικρό μοδιστράδικο, το οποίο καταστρέφεται στη μεγάλη πυρκαγιά του 1871. Τότε έρχεται σε επαφή με τους Ιππότες της Εργασίας, μια εργατική οργάνωση της εποχής, και αφιερώνεται ολόψυχα στο εργατικό κίνημα.
Ταξιδεύει σε όλη τη χώρα και οργανώνει απεργίες και συνδικάτα. Συμμετέχει στους αγώνες για το 8ωρο, στην Πρωτομαγιά του 1881 στο Σικάγο, στις μαχητικές απεργίες των ανθρακωρύχων της Πενσυλβάνια, στις κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών, στην άγρια απεργία στα ορυχεία του Ροκφέλερ στο Κολοράντο, που οδήγησε στη σφαγή του Λάντλοου (1914), στη μεγάλη απεργία του χάλυβα (1919).
Το 1901 φτιάχνει με εργάτριες της Πενσυλβάνια τον δικό της «στρατό», δηλαδή μια γυναικεία πολιτοφυλακή, που με σκούπες και τηγάνια αντιμετωπίζει την τρομοκρατία των εργοδοτών και των ένοπλων συμμοριών τους και ενθαρρύνει χιλιάδες ανθρακωρύχους να γραφτούν μαζικά στο συνδικάτο. Το 1903 οργανώνει την Πορεία των Παιδιών των εργοστασίων. Με επικεφαλής την ίδια, σακατεμένα παιδιά-εργάτες κλωστοϋφαντουργιών κάνουν πορεία από το Κένσιγκτον της Πενσυλβάνια έως το σπίτι του προέδρου Θ. Ρούσβελτ, στο Όιστερ Μπέι της Νέας Υόρκης, καταγγέλλοντας την παιδική εργασία. Το 1913, σε ηλικία 76 ετών, κατά τη διάρκεια της απεργίας στο Πέιντ Κρικ-Κάμπιν Κρικ στη Δυτική Βιρτζίνια συλλαμβάνεται, δικάζεται για φόνο και καταδικάζεται σε είκοσι χρόνια φυλακή! Η υπόθεσή της ξεσήκωσε τέτοιο σάλο, που αποφυλακίζεται με παρέμβαση της Γερουσίας.Το 1903 η Μάνα Τζοόυνς οργάνωσε την περίφημη πορεία
των παιδιών-εργατών, για να πιέσει για την κατάργηση
της παιδικής εργασίας
Η «πιο επικίνδυνη γυναίκα της Αμερικής», σύμφωνα με τη φράση ενός δικηγόρου της Δυτικής Βιρτζίνια, πέθανε σε ηλικία 93 ετών στις 30 Νοεμβρίου του 1930. Στην κηδεία της παραβρέθηκαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες. Θάφτηκε στο κοιμητήριο των ανθρακωρύχων, στο Μάουντ Όλιβ του Ιλινόις, όπως είχε ζητήσει η ίδια: «Ελπίζω ότι θα έχω παρηγοριά, όταν πεθάνω, πως θα κοιμάμαι κάτω από τη γη μαζί με τα γενναία μου αγόρια». Και τα γενναία της αγόρια έγραψαν στην ταφόπλακά της: «Έδωσε της ζωή της στους Εργάτες και παρέδωσε την ευλογημένη ψυχή της στους Ουρανούς».
Η «Αυτοβιογραφία» της Μάνας Τζόουνς, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Αμερική το 1925, είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο που περιγράφει ολοζώντανα αυτά τα πρώτα ηρωικά βήματα του αμερικανικού προλεταριάτου. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένα βιβλίο-ύμνος στην εργατική τάξη. Στις αστείρευτες δυνάμεις της, στη μαχητικότητά της, στον απαράμιλλο ηρωισμό της, στην ανιδιοτέλειά της και στον πρωτοπόρο ρόλο της στην κοινωνική εξέλιξη. Και τονίζει την αναγκαιότητα των συνδικάτων, την αναγκαιότητα της οργάνωσης των εργαζομένων, την αναγκαιότητα των αγώνων. Η Μάνα Τζόουνς είναι η μαχόμενη εργάτρια που έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην τάξη της. Πάντα κοντά στο πλευρό των καταπιεσμένων και όσων
είχαν ανάγκη
Μ. Σάκος
Πόλεμος στη Δυτική Βιρτζίνια
…Οι Ενωμένοι Εργάτες Ορυχείων είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν το Κέλυ Κρικ στον ποταμό Κανάουα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο κύριος Μπουρκ και ο Τομ Λούις, μέλη της διοίκησης του συνδικάτου, αποφάσισαν να πάνε να εξετάσουν την περιοχή από μόνοι τους. Πήραν το τρένο για το Κέλυ Κρικ μια νύχτα. Το τρένο έφτασε σε μια γέφυρα που πέρναγε πάνω από ένα βαθύ, απότομο φαράγγι. Με κάποια πρόφαση, όλοι οι επιβάτες εκτός από τα δύο στελέχη του συνδικάτου, μεταφέρθηκαν σε ένα άλλο βαγόνι, ενώ το δικό τους αποσυνδέθηκε. Οι συνδικαλιστές εγκαταλείφθηκαν πάνω στη γέφυρα, στο σταματημένο βαγόνι. Έπρεπε να συρθούν με τα χέρια και τα γόνατα κατά μήκος της σιδηροτροχιάς. Πυκνό σκοτάδι ήταν κάτω τους. Η γραμμή στη γέφυρα ήταν μονής κατεύθυνσης. Μόλις φτάσανε στο τέλος της γέφυρας, ένα τρένο πέρασε δίπλα τους με εκκωφαντικό θόρυβο.
Όταν άκουσα ότι η Εταιρεία Άνθρακος προσπάθησε να σκοτώσει τους συνδικαλιστές του σωματείου, αποφάσισα ότι έπρεπε να πάω η ίδια στο Κέλυ Κρικ και να ξεσηκώσω εκείνους τους σκλάβους. Πήρα μαζί μου ένα 19χρονο αγόρι, τον Μπεν Ντέιβις. Βαδίσαμε στην ανατολική όχθη του ποταμού Κανάουα, όπου βρίσκεται το Κέλυ Κρικ. Μια μέρα, πριν το χάραμα, σ’ ένα σημείο πίσω από το Κέλυ Κρικ, περάσαμε με τα πόδια το ποτάμι.
Είχε μόλις φέξει, όταν χτυπήσαμε την πόρτα ενός καταστήματος, που το είχε ένας άντρας ονόματι Μάρσαλ. Του είπαμε γιατί είχαμε έρθει. Ήταν φιλικός. Με πήρε σε ένα μικρό δωμάτιο που ήταν πίσω, όπου μου πρόσφερε πρωινό. Είπε ότι, αν τον είχε δει κανείς να δίνει φαγητό στη Μάνα Τζόουνς, θα του έκλειναν το μαγαζί. Μου εξήγησε πώς θα μπορούσαν οι ανακοινώσεις της συγκέντρωσής μου να περάσουν μέσα στα ορυχεία ως το μεσημέρι. Αλλά όλη την ώρα ήταν φοβισμένος και κοίταζε συνέχεια έξω από το μικρό παράθυρο.
Αργά εκείνη τη νύχτα, μια ομάδα από ανθρακωρύχους μαζεύτηκε ένα μίλι περίπου έξω από την πόλη, ανάμεσα στα βράχια. Δεν μπορούσαμε να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου μέσα στο σκοτάδι. Στο φως του παλιού φαναριού, τους όρκισα.
Την άλλη μέρα, σαράντα άντρες απολύθηκαν και γράφτηκαν στη μαύρη λίστα. Το επόμενο βράδυ, οργανώσαμε άλλη μια ομάδα και όλοι απολύθηκαν. Έτσι άρχισε ο αγώνας. Ο κύριος Μάρσαλ, ο μπακάλης, πήρε κουράγιο. Μου ενοικίασε το κατάστημά του και άρχισα να οργανώνω συγκεντρώσεις εκεί. Ο γενικός διευθυντής των ορυχείων ήρθε από το Κολόμπους και έκανε κι αυτός μια συγκέντρωση.
«Ντροπή», είπε, «να παρασύρεστε από μια γριά γυναίκα!».
«Ζήτω η Μάνα Τζόουνς!», φώναξαν οι ανθρακωρύχοι.
Την επόμενη Κυριακή, έκανα μια συγκέντρωση στο δάσος. Ο γενικός διευθυντής, κύριος Τζακ Ρόουεν, κατέβηκε από το Κολόμπους με το πολυτελές αμάξι του. Οργάνωσα μια παρέλαση αντρών εκείνη την Κυριακή. Είχαμε και τον τελευταίο ανθρακωρύχο μαζί μας. Σταθήκαμε μπροστά στο ξενοδοχείο της εταιρείας και φωνάζαμε να βγει έξω ο γενικός διευθυντής. Δεν εμφανίστηκε. Δύο από τα χαϊδεμένα σκυλάκια της εταιρείας ήταν στη βεράντα. Ένας από αυτούς είπε: «Θα μ’ άρεσε να κρεμάσω εκείνη τη γριά σ’ ένα δέντρο».
«Ναι», είπε ο άλλος, «και εγώ θα ήθελα να τραβήξω το σκοινί».
Προχωρήσαμε προς το μέρος της συγκέντρωσής μας κάτω από τα δέντρα. Πάνω από χίλια άτομα ήρθαν, και μαζί έφτασαν και τα δύο χαϊδεμένα σκυλάκια, προσπαθώντας να μην ξεχωρίζουν από τους άλλους. Σηκώθηκα να μιλήσω, κάλυψα τα νώτα μου σ’ ένα μεγάλο δέντρο, και δείχνοντας προς τους κοπρίτες, είπα: «Είπατε ότι θα θέλατε πολύ να κρεμάσετε αυτή τη γριά σ’ ένα δέντρο. Λοιπόν, εδώ είναι η γριά, εδώ και το δέντρο. Φέρτε το σκοινί σας να την κρεμάσετε!».
Και έτσι δημιουργήθηκε το σωματείο στο Κέλυ Κρικ...
Αυτά τα μουλάρια δεν θα σπάσουν την απεργία σήμερα
Το Λάτιμερ ήταν πονοκέφαλος για τους ανθρακωρύχους. Φαινόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να μπει εκεί μέσα. 26 οργανωτές και μέλη του συνδικάτου είχαν σκοτωθεί σε αυτή την περιοχή των ορυχείων σε προηγούμενες απεργίες. Μερικοί από αυτούς είχαν πυροβοληθεί στην πλάτη. Το αίμα των ανθρώπων του συνδικάτου είχε ποτίσει τους δρόμους. Κανείς δεν τολμούσε να πάει εκεί. Δεν είπα τίποτε σε κανέναν, αλλά αποφάσισα να πάω εκεί κάποια νύχτα. Μετά την επιδρομή των γυναικών στο Κοουλντέιλ και στο Πάνθερ Κρικ, ο γενικός διευθυντής του Λάτιμερ δήλωσε ότι, αν πήγαινα εκεί, θα γύριζε πίσω μόνο το πτώμα μου. Δεν απάντησα, άρχισα όμως να καταστρώνω τα σχέδιά μου, χωρίς μάλιστα να συμβουλευτώ τον εργολάβο κηδειών.
Ειδοποίησα ένα στέλεχος να μαζέψει μια ομάδα απεργών από τρεις διαφορετικούς καταυλισμούς στο Πάνθερ Κρικ και να τους φέρει σε μια διασταύρωση του δρόμου που πήγαινε στο Λάτιμερ. Εκεί θα τους συναντούσα με τον γυναικείο πάλι «στρατό» μου.
Καθώς έφευγα από το ξενοδοχείο, ο υπάλληλος μου είπε: «Μάνα, οι δημοσιογράφοι μου είπαν να τους χτυπήσω το κουδούνι αν σε δω να φεύγεις».
«Ε, τότε, μη με δεις να φεύγω. Παρακολούθα την μπροστινή πόρτα κι εγώ θα φύγω από την πίσω».
Βαδίσαμε μέσα στη νύχτα και φτάσαμε στο Λάτιμερ, λίγο πριν την αυγή. Οι απεργοί κρύφτηκαν στα ορυχεία και οι γυναίκες πήραν θέση μπροστά στις πόρτες των καλυβιών των ανθρακωρύχων. Μόλις ένας από αυτούς έβγαινε από το σπίτι του για να πάει στη δουλειά, οι γυναίκες άρχιζαν να σφουγγαρίζουν το κατώφλι φωνάζοντας: «Δεν έχει δουλειά σήμερα!».
Βγήκαν όλοι τρέχοντας στους βρώμικους δρόμους. «Θεέ μου, είναι εκείνη η γριά Μάνα και ο στρατός της», έλεγαν όλοι.
Οι ανθρακωρύχοι του Λάτιμερ και οι οδηγοί των μουλαριών φοβούνταν να αφήσουν τη δουλειά. Το κουράγιο τούς είχε εγκαταλείψει. Πήραν τα μουλάρια, άναψαν τις λάμπες στις κάσκες τους και άρχισαν να κατεβαίνουν στα ορυχεία, μην ξέροντας ότι εκεί κάτω, μέσα στο έδαφος, είχα τρεις χιλιάδες ανθρακωρύχους που τους περίμεναν, αυτούς και τα μουλάρια.
«Αυτά τα μουλάρια δεν θα σπάσουν την απεργία σήμερα», είπα στον γενικό διευθυντή, που έβριζε τους πάντες και τα πάντα. «Το ξέρουν ότι σήμερα είναι απεργία».
«Πάρτε τα μουλάρια και κατεβείτε κάτω!», φώναξε ο γενικός διευθυντής.
Μουλάρια και οδηγοί και ανθρακωρύχοι εξαφανίστηκαν μέσα στο έδαφος. Έβαλα τις γυναίκες να τραγουδάνε συνέχεια πατριωτικά τραγούδια, έτσι που να πνίγουν τον θόρυβο που έκαναν οι άντρες στα ορυχεία.
Σχεδόν αμέσως τα μουλάρια βγήκαν στην επιφάνεια χωρίς οδηγούς, κι εμείς οι γυναίκες ζητωκραυγάσαμε, μια και θα ήταν τα πρώτα πιστά μέλη του σωματείου. Πίσω τους ακολουθούσαν οι ανθρακωρύχοι, που πήγαιναν τρέχοντας στα σπίτια τους. Όσους δεν πήγαιναν μόνοι τους, τους πηγαίναμε εμείς. Όσους επέμεναν να δουλέψουν, προδίδοντας έτσι τα αδέλφια τους, τους άρπαζαν οι γυναίκες και τους πήγαιναν στις γυναίκες τους.
Μια γριά Ιρλανδέζα είχε δυο γιους που ήταν απεργοσπάστες. Τον έναν από αυτούς τον πέταξαν οι γυναίκες στη μάνα του πάνω από το φράχτη. Έμεινε ακίνητος εκεί που έπεσε. Η μάνα του, νομίζοντας ότι πέθανε, έτρεξε μέσα στο σπίτι, πήρε ένα μπουκάλι αγιασμό και άρχισε να το κουνάει πάνω από τον Μάικ. «Αχ, για όνομα του Θεού, ζωντάνεψε», έσκουζε. «Ζωντάνεψε και μπες στο συνδικάτο».
Άνοιξε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες μας να στέκονται γύρω του. «Σίγουρα, να με πάρει ο διάολος αν ξαναγίνω απεργοσπάστης» είπε.
Ο γενικός διευθυντής κάλεσε τον σερίφη κι εκείνος μου ζήτησε να απομακρύνω τις γυναίκες. «Σερίφη», του είπα, «κανείς δε θα πειραχτεί και καμιά ιδιοκτησία δεν θα καταστραφεί, αλλά δεν πρόκειται να γίνουν άλλοι σκοτωμοί αθώων εδώ».
Του είπα ότι, αν ήθελε ειρήνη, καλά θα έκανε να βγάλει μια ανακοίνωση ότι τα ορυχεία θα ήταν κλειστά μέχρι να λήξει η απεργία.
Η μέρα ήταν γεμάτη ένταση. Οι βοηθοί του σερίφη δεν έβγαιναν από το γραφείο. Ο γενικός διευθυντής το ίδιο. Οι άντρες έμειναν στα ορυχεία να προσέχουν τους απεργοσπάστες και οι γυναίκες έκαναν όλα τα άλλα. Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία των αντρών, εκείνοι που τους είχε μείνει λίγο φιλότιμο, παρά τη δειλία τόσων χρόνων, ήθελαν να απεργήσουν, αλλά δεν είχαν βρει το κουράγιο. Όταν όμως τους απλώθηκε το χέρι, το έπιασαν και βάδισαν μαζί με τα αδέλφια τους.
…Η νίκη στο Λάτιμερ έδωσε καινούργια ζωή σε ολόκληρη την περιοχή του ανθρακίτη. Έδωσε κουράγιο στην οργάνωση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις γενναίες γυναίκες…