Μέσα σε αυτό το διεθνές σκηνικό, η δυσαρέσκεια του εργαζόμενου ελληνικού λαού για τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν μπορεί παρά να ενισχυθεί. Αλλά αυτή η δυσαρέσκεια θα πρέπει και να εκφραστεί συγκεκριμένα, με νέα μέτωπα πάλης.
1. Στην εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης της χώρας μας επιδρούν αυτή τη στιγμή δύο κυρίως δυνάμεις. Η μία είναι φανερή και εξωγενής. Η άλλη είναι ενδογενής και προς το παρόν πιο «υπόγεια».
Η πρώτη αφορά τις δραματικές παγκόσμιες εξελίξεις: τους δύο πολύνεκρους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας (Ουκρανία και Μέση Ανατολή), που συνεχίζονται χωρίς ορατό τέλος, τις κλιμακούμενες συνέπειες στην Ευρώπη από αυτούς τους πολέμους και, βεβαίως, τη νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές και την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία.
Η δεύτερη αφορά την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού για τη συνεχιζόμενη επίθεση της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης στο βιοτικό του επίπεδο και τα δικαιώματά του. Ξεκινώντας από αυτό, μπορεί να μην είμαστε ακόμα σε μια φάση αποφασιστικής αντίστασης της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων, αλλά ο ατμός συσσωρεύεται στο κοινωνικό καζάνι. Κάποιοι επαγγελματικοί κλάδοι βρέθηκαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις τις τελευταίες εβδομάδες, όπως οι ναυτεργάτες, οι εκπαιδευτικοί κ.ά. Η μαζική κινητοποίηση των εποχικών πυροσβεστών, με κατάληψη του Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας, χτυπήθηκε άγρια από τα ΜΑΤ, γεγονός που προκάλεσε αγανάκτηση σε πολύ κόσμο – αλλά και δυσαρέσκεια εντός του κυβερνώντος κόμματος. Στον χώρο της παιδείας και της υγείας υπάρχει διαρκής αναβρασμός ενάντια στις πολιτικές ιδιωτικοποίησης-διάλυσης. Η Γενική Απεργία στις 20 Νοεμβρίου μπορεί και πρέπει να είναι από τις πιο μαζικές και δυναμικές των τελευταίων χρόνων. Πρέπει να δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα θα βρει από δω και πέρα τείχος αντιδράσεων,με κάθε πρόσφορο τρόπο: απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, κινητοποίηση σε τοπικό επίπεδο, αντίσταση μέσα στους χώρους δουλειάς.
Κοντά σε όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την εντεινόμενη δυσαρέσκεια για την πολιτική της κυβέρνησης όσον αφορά τους δύο μεγάλους πολέμους. Μια πολιτική που ενθαρρύνει τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, το αιματοκύλισμα λαών, και τη συγκεκριμένη εμπλοκή της χώρας μας σε αυτούς.
2. Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτική της, ή να υποχωρήσει σε ό,τι θεωρεί προτεραιότητα για το βάρβαρο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της. Η ακρίβεια στα τρόφιμα, τα είδη σπιτιού, τους λογαριασμούς, τα ενοίκια συνεχίζεται ακάθεκτη. Και είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτό είναι επιλογή της κυβέρνησης. Από την ακρίβεια διογκώνονται τα κέρδη των μεγάλων ολιγοπωλιακών ομίλων, προσελκύονται ξένα κερδοσκοπικά funds για να «επενδύσουν» και φυσικά αυξάνονται και τα δημόσια έσοδα. Τα οποία καταλήγουν και πάλι στις τσέπες των καπιταλιστών, ως επιδοτήσεις. Μάλιστα, η κυβέρνηση ετοιμάζει νέο μεγάλο πακέτο επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών στο κεφάλαιο, το οποίο έχει το θράσος να βαφτίζει «νέο παραγωγικό μοντέλο».
Στην εκπαίδευση, εντείνεται η τρομοκρατία και τα πειθαρχικά κατά των εκπαιδευτικών που αντιστέκονται στην αξιολόγηση, κατά διευθυντών σχολικών μονάδων για τον ίδιο λόγο, αλλά και κατά των φοιτητών που αντιστέκονται στη μετατροπή του πανεπιστημίου σε επιχείρηση. Η κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας είναι από τους βασικότερους παράγοντες αύξησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ακόμα και συστημικές φωνές μιλάνε για την ανάγκη μεγάλης επένδυσης στη δημόσια υγεία, αλλά Μητσοτάκης-Άδωνις δίνουν συνεχώς «δώρα» και νέες δυνατότητες στον ιδιωτικό τομέα.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση διαφημίζει ως φιλεργατικό μέτρο τον νέο τρόπο υπολογισμού του κατώτατου μισθού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα άκρως επικίνδυνο αντεργατικό μέτρο! Ο «αυτόματος» υπολογισμός του κατώτατου μισθού με βάση «μαθηματικό τύπο», με κριτήρια κυρίως τον πληθωρισμό και την εξέλιξη της παραγωγικότητας: α) καταργεί οριστικά τη συλλογική διαπραγμάτευση για τον κατώτατο μισθό, β) αφήνει τους εργαζόμενους έκθετους στα συνήθη «μαγειρέματα» των στατιστικών δεδομένων από τις κυβερνήσεις και γ) ρίχνει στους εργαζόμενους την ευθύνη για την παραγωγικότητα, η οποία όμως εξαρτάται από τις επιλογές των αφεντικών και τις αντιφάσεις του εγχώριου αλλά και του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι η πολιτική του συνεχίζει να έχει την αποδοχή της κοινωνίας, παρά τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά. Μπορεί να λέει τέτοια ψέματα γιατί συνεχίζει να μην αισθάνεται κίνδυνο από οποιαδήποτε κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Η πορεία πολυδιάσπασης και πλήρους συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ επιταχύνεται. Καλύπτοντας ένα μέρος του κενού που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και λόγω της πρόσφατης δημοσιότητας από το δικό του συνέδριο, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται ενισχυμένο. Ωστόσο, η κολακευτική για το ΠΑΣΟΚ εικόνα που φιλοτεχνούν εταιρείες δημοσκοπήσεων και ΜΜΕ, με συγκεκριμένες σκοπιμότητες, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα.
Ίσως μεγαλύτερη πολιτική σημασία έχει η αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη από το εσωτερικό του ίδιου του κόμματός του. Καραμανλής και Σαμαράς φαίνεται να έχουν συστήσει ένα ιδιότυπο μέτωπο και δεν διστάζουν να εκδηλώνουν ανοιχτά τη διαφοροποίησή τους από το Μέγαρο Μαξίμου – ο Σαμαράς πιο έντονα. Ακόμα κι αν δεν είναι επιδίωξή τους, απηχούν τη δυσαρέσκεια ενός λαϊκού δεξιού κόσμου που δεν ταυτίζεται με τον νεοφιλελεύθερο κανιβαλισμό ή με συγκεκριμένες πολιτικές της κυβέρνησης. Αν η κοινωνική δυσαρέσκεια πάρει έναν πιο χειροπιαστό χαρακτήρα, η σημερινή κυβερνώσα συμμαχία νεοφιλελεύθερων-ακροδεξιών-«ακροκεντρώων» (Σημιτικών) θα αρχίσει να αποσυσπειρώνεται.
3. Όμως, οι εξελίξεις στη χώρα μας σε αυτή τη φάση θα πυροδοτηθούν κυρίως από τους εξωτερικούς παράγοντες. Ο μεγάλος επιταχυντής εδώ είναι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Με στήριξη α) από ένα μεγάλο κομμάτι της αστικής τάξης, β) από την επαρχιακή «βαθιά» Αμερική, γ) από μεσαία στρώματα που επλήγησαν από τον υψηλό πληθωρισμό αλλά και δ) από ένα κρίσιμο κομμάτι της χτυπημένης εργατικής τάξης των παλιών βιομηχανικών πολιτειών, ο Τραμπ πέτυχε μια ξεκάθαρη νίκη. Και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από την υποψήφια των Δημοκρατικών, και με μεγαλύτερη άνεση από ό,τι το 2016. Παρότι δεν υπάρχει κάτι προοδευτικό στην πολιτική του, ο φόβος που επικρατεί από την επαύριο της 5ης Νοεμβρίου στις άρχουσες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών δεν θα μπορούσε να μας αφήνει αδιάφορους. Ο Τραμπ θα επιτεθεί στους κύριους ανταγωνιστές του αμερικάνικου καπιταλισμού, Κίνα και Ε.Ε., με τους δασμούς, με την υπονόμευση των θεσμών της «παγκοσμιοποίησης» και με το χτύπημα της «πράσινης ατζέντας». Επίσης θα επιδιώξει να απομακρύνει τη Ρωσία από τον κύριο εχθρό του, την Κίνα, οπότε πιθανότατα δεν θα επιμείνει στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Παρότι η πτώση της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία είχε δρομολογηθεί πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ωστόσο συνδέεται στενά με αυτές. Πίσω από τη δυναμική επάνοδο του τραμπικού ρεύματος και τη ρήξη μεταξύ των κομμάτων του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού (Σοσιαλδημοκράτες-Πράσινοι-Φιλελεύθεροι) υπάρχει κοινή αιτία: η κυρίαρχη αστική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών δεν μπορεί πια να σταθεί μέσα στις εκρηκτικές αντιθέσεις που η ίδια δημιούργησε.
Κάθε ήττα των δυνάμεων του παγκόσμιου καπιταλισμού που τάσσονται υπέρ των «ανοιχτών αγορών» και των «ανοιχτών συνόρων» δημιουργεί ένα καλύτερο έδαφος για την πάλη ιδίως του ευρωπαϊκού προλεταριάτου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές ακριβώς οι δυνάμεις είναι και οι πιο φιλοπόλεμες. Οπότε και από μια πιθανή επίσπευση του τέλους του πολέμου στην Ουκρανία οι ευρωπαϊκοί λαοί θα είναι ευνοημένοι. Δίπλα σε όλα αυτά, θεωρούμε πολύ σημαντική την αγωνιστική άνοδο του αμερικανικού προλεταριάτου, με μια σειρά μεγάλες και επιτυχημένες απεργίες τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν βλέπουμε ότι θα πάει πίσω λόγω Τραμπ.
Με δυο λόγια: ο καπιταλισμός της παρακμής, ιδίως στην ευρωπαϊκή εκδοχή του, μπαίνει σε μεγάλες περιπέτειες.Και η κυρίαρχη τις τελευταίες δεκαετίες πολιτική του (που στην Ελλάδα απογειώθηκε με το Μνημόνιο και τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη) μπαίνει σε βαθιά κρίση. Παρότι ασφαλώς θα υπάρξουν και κίνδυνοι και οπισθοχωρήσεις, θα ανοίξουν και μεγάλες ευκαιρίες για αγωνιστική και πολιτική αντεπίθεση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στη μία ή την άλλη χώρα. Άρα πρέπει και στη χώρα μας τα πλέον συνειδητά και αγωνιστικά τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού να ταχύνουν το βήμα τους, να ξαναβγούν στο προσκήνιο, να μεταφέρουν τον φόβο και τη σύγχυση στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης και της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. Ας τολμήσουμε!
7.11.2024
Η Συντακτική Επιτροπή