Τα εκλογικά αποτελέσματα της
26ης Μαΐου έφεραν στο προσκήνιο τον κίνδυνο ανόδου στην εξουσία της
αντεργατικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς του Μητσοτάκη. Όμως, τα πιο συνειδητά
τμήματα του εργαζόμενου λαού δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη. Να
αμυνθούμε με την ψήφο, πολιτικά, αγωνιστικά, να προτάξουμε την ενότητά μας, να
προετοιμαστούμε για τις μεγάλες μάχες που έχουμε μπροστά μας!
Αυτό που λείπει και που χρειαζόμαστε περισσότερο από
ποτέ είναι μια ηγεσία που θα «πατάει» στην εργατική τάξη και τον μαρξισμό, που
θα έχει την πολιτική και την τακτική για να εκμεταλλευθεί τις αντιθέσεις στο
στρατόπεδο του αντιπάλου. Μόνο μια τέτοια ηγεσία θα κερδίσει την εμπιστοσύνη
των καταπιεζόμενων.
1. Τα
αποτελέσματα των ευρωεκλογών και των δημοτικών εκλογών του Μαΐου έβγαλαν
πρόωρες εθνικές εκλογές και, κυρίως, μια ριζική αλλαγή του πολιτικού τοπίου.
Στις ευρωεκλογές η νεοφιλελεύθερη ΝΔ του Μητσοτάκη νίκησε με 9,5 μονάδες
διαφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και μπήκε σε τροχιά εξουσίας, με σοβαρή πιθανότητα να είναι
και αυτοδύναμη στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις 7 Ιουλίου. Αλλά και
στις αυτοδιοικητικές εκλογές η ΝΔ κέρδισε τις 12 από τις 13 περιφέρειες, με τον
ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφει μια παρουσία εξαιρετικά ισχνή. Η διαφορά των 9,5 μονάδων
στις ευρωεκλογές αιφνιδίασε σχεδόν τους πάντες. Τα πιο καταπιεσμένα στρώματα
της εργατικής τάξης, που θα ήταν λογικό να έχουν τον φόβο της επανόδου μιας
σκληρά αντεργατικής δεξιάς, δεν κινητοποιήθηκαν εκλογικά. Ωστόσο, για να
είμαστε σίγουροι για το πώς κινείται αυτό το κομμάτι του λαού –που είναι και
αυτό στο οποίο εμείς αναφερόμαστε ταξικά– θα πρέπει να δούμε και τις εθνικές
εκλογές.
Πώς εξηγούνται αυτά τα
εκλογικά αποτελέσματα; Οι αιτίες είναι πολλές. Την κύρια ευθύνη φέρνει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, με την υποταγή του
στους «δανειστές» το καλοκαίρι του ’15, αποξένωσε μεγάλο μέρος του κόσμου της
αριστεράς και της αντιμνημονιακής πάλης. Το αστικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ τήρησε
μέχρι κεραίας τις επαχθείς συμφωνίες με τους «δανειστές» και την πολιτική των
εξοντωτικών πλεονασμάτων. Από εκεί και πέρα, έπαιξαν ρόλο: α) Η απουσία του οργανωμένου εργατικού κινήματος, το οποίο από το
2012, όταν απέτυχε να σταματήσει τα σκληρότερα μνημονιακά μέτρα, δεν έχει δώσει
κάποια αξιόλογη συντεταγμένη μάχη, γεγονός το οποίο επηρεάζει ιδιαίτερα
αρνητικά τον ταξικό συσχετισμό. β) Ο
μαζικός θυμός της μικροαστικής τάξης αλλά και των ανώτερων στρωμάτων της
εργατικής τάξης, ο οποίος θυμός, αν και πάτησε και στη δικαιολογημένη αντίδραση
για την υπερφορολόγηση, κατά κύριο λόγο πήρε
δεξιά, αντιδραστικά χαρακτηριστικά. γ)
Η φιλο-μεταναστευτική πολιτική του
ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, σε συνδυασμό και με την ανύπαρκτη πρόοδο στο κεφαλαιώδες ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης
της χώρας, μεγάλωσε τη δυσπιστία της ελληνικής εργατικής τάξης για το
κυβερνών κόμμα. δ) Η πολύ μικρή
διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος και ως μηχανισμού στην ελληνική κοινωνία,
κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, και επηρέασε και το
αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. ε) Η
καταστροφολογία της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, η οποία με έναν ανεύθυνο και
μικροκομματικό τρόπο μηδένιζε τη σημασία των κατακτήσεων της τελευταίας
περιόδου (επαναφορά συλλογικών συμβάσεων, αύξηση κατώτατου μισθού, κατάργηση
υποκατώτατου, μείωση ΦΠΑ σε βασικά έξοδα της λαϊκής οικογένειας, καθιέρωση
υποχρεωτικής δικαιολόγησης των απολύσεων κ.ά.), αβαντάροντας έτσι ακούσια ή εκούσια το αντιπολιτευτικό «αφήγημα» της
δεξιάς. στ) Τέλος, οι ίδιες οι
πολιτικές παραδόσεις και νοοτροπίες της χώρας, αφού από καταβολής ελληνικού
κράτους δεν έχει υπάρξει σχεδόν καμιά κυβέρνηση που να κατάφερε να κερδίσει
τρεις συνεχόμενες φορές εθνικές εκλογές, και όλες όσες συμπλήρωσαν μια τετραετία
στην εξουσία έγιναν γρήγορα δέκτες της λαϊκής δυσαρέσκειας και μπήκαν σε φάση
έντονης φθοράς. Αυτό δεν το αναφέρουμε για στατιστικούς λόγους, αλλά γιατί έχει
σχέση με βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (μεγάλο
βάρος της μικροαστικής τάξης, πελατειακό κράτος, άκρως τυχοδιωκτική αστική τάξη
κ.ά.).
2. Για να
έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα για το πού βαδίζουμε πολιτικά, θα πρέπει να
κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στα αποτελέσματα των υπόλοιπων κομμάτων. Το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) πήρε ένα σημαντικό
ποσοστό, 7,7%, και μάλιστα μετά από μια περίοδο σχεδόν πλήρους ταύτισης με τη
δεξιά. Αυτό δείχνει μια αντοχή του σκληρού πυρήνα του στον κρατικό μηχανισμό
αλλά και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Ωστόσο, η απομάκρυνση του Βενιζέλου αμέσως μετά
τις ευρωεκλογές, με πρωτοβουλία της Γεννηματά, δημιουργεί σε αυτό το κόμμα μια
νέα κατάσταση, που δεν ξέρουμε πώς θα επιδράσει στο εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης
Ιουλίου. Ασφαλώς είναι θετικό γεγονός η
μεγάλη πτώση της φασιστικής Χρυσής Αυγής, ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμούμε
ότι φασίζουσες αντιλήψεις και πρακτικές έχουν διαχυθεί σε έναν ευρύτερο δεξιό
πολιτικό χώρο, και εντός της Νέας Δημοκρατίας (βλ. συμπαράταξή της με τους
ακραίους εθνικιστές στο Μακεδονικό κ.ά.). Ο εθνικιστής Βελόπουλος, που κατάφερε να εκλεγεί ευρωβουλευτής, παίρνοντας ένα
μέρος των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί «λαγός» της
Νέας Δημοκρατίας. ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων και Ποτάμι κατέρρευσαν, και τελείωσαν
πολιτικά. Από την άλλη, οι δυνάμεις που κινούνται στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, πλην
του ΜεΡΑ25 του Βαρουφάκη, όχι μόνο
δεν κατάφεραν να κερδίσουν κάτι από τη μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποδείχθηκε ότι είναι τελείως
περιχαρακωμένες (ΚΚΕ), ή ακόμα και σε φάση διάλυσης (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Τα αποτελέσματα αυτά για την
ευρύτερη αριστερά αποδεικνύουν ότι: χωρίς
προσήλωση στην εργατική τάξη, χωρίς μια πολιτική και μια τακτική που να βοηθά
την εργατική τάξη να παλέψει από καλύτερες θέσεις, με εκμετάλλευση των
αντιθέσεων στο στρατόπεδο του αντιπάλου, δεν μπορείς να κερδίσεις την πραγματική
εμπιστοσύνη των καταπιεζόμενων. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο μια επαναστατική αριστερά, που θα
πατάει στέρεα σε δύο θεμέλια: το προλεταριάτο και τον μαρξισμό.
3. Παρά την
ισχυρή δυναμική που έχει δημιουργηθεί για μια νίκη της αντεργατικής
νεοφιλελεύθερης δεξιάς στις εθνικές εκλογές, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτή τη μάχη, δεν πρέπει να τη θεωρήσουμε
χαμένη. Ο ερχομός του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, και μάλιστα αν γίνει με
ένα μεγάλο ποσοστό και μια άνετη αυτοδυναμία, θα σημάνει: Άμεση διακινδύνευση όσων κέρδισαν ιδίως την τελευταία περίοδο τα
κατώτερα στρώματα. Και, ακόμη χειρότερα, μετατόπιση όλου του κοινωνικού και πολιτικού κλίματος προς τα δεξιά·
και όχι απλώς προς τα δεξιά, αλλά προς νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις που εκφράζουν
τον σκληρό πυρήνα των μνημονίων και της αντιλαϊκής επίθεσης, μαζί με
ενθάρρυνση της ακροδεξιάς, των ακραίων εθνικιστών, του πατενταρισμένου
αντικομμουνισμού και αντεργατισμού. Το ότι ο Μητσοτάκης επέβαλε στους δικούς
του να ρίξουν τους τόνους και να εμφανίζονται «σεμνοί», μετριοπαθείς και
«ενωτικοί», από τη μια δείχνει πως και
αυτός ακόμα ξέρει ότι με ένα 33% δεν έχει κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία· ξέρει
ότι αυτή η ψήφος ήταν κυρίως ψήφος διαμαρτυρίας και όχι εμπιστοσύνης. Από την
άλλη, όμως, είναι σίγουρο ότι μετά τις 7 Ιουλίου, ακολουθώντας και τις
πολιτικές παραδόσεις της οικογένειάς του, θα
επιχειρήσει να δώσει αποφασιστικά χτυπήματα στο δικό μας ταξικό στρατόπεδο, και
δεν θα είναι απλώς ένας δεύτερος Σαμαράς. Άρα έχει μεγάλη σημασία να μην περάσει «ατουφέκιστη» από τις
εθνικές εκλογές η νεοφιλελεύθερη ρεβανσιστική δεξιά, να «τσαλακωθεί» όσο είναι
δυνατόν το «αφήγημα» ότι έχει την υποστήριξη του ελληνικού λαού, ή ακόμα και να
αποτραπεί η αυτοδυναμία της. Εμείς οι Κομμουνιστές-Τροτσκιστές επιλέγουμε να
δώσουμε αυτή τη μάχη χρησιμοποιώντας τα ψηφοδέλτια αριστερών κομμάτων που δεν
έχουν ψηφίσει μνημόνια – χωρίς να έχουμε πολιτική εμπιστοσύνη σε κάποιο από
αυτά. Σημασία έχει η εργατική τάξη, τα
φτωχά στρώματα να φτάσουν στην κάλπη, να μην κάνουν αποχή, να μην υποτιμήσουν
αυτή τη μάχη. Υπάρχει ακόμα χρόνος να δημιουργηθεί μια αντίρροπη δυναμική
στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Το δεύτερο, και
σημαντικότερο, σκέλος της αντίδρασης που πρέπει να έχει ο συνειδητός κόσμος της
εργασίας είναι: να ανακτήσει την πίστη
στις δυνάμεις του, να οργανωθεί στα σωματεία και σε όποια άλλα κινήματα μπορούν
να παίξουν έναν ρόλο, να συσπειρωθεί, να ξαναλειτουργήσει η ενότητα της
εργατικής μας τάξης. Να προετοιμαστούμε για νέους αγώνες, αμυντικούς και
διεκδικητικούς, που τυχόν άνοδος του
Μητσοτάκη στην εξουσία θα τους προκαλέσει σίγουρα. Από την άλλη, σε επίπεδο
πολιτικής προετοιμασίας, οι ακραία απαισιόδοξες και καταστροφολογικές
«προβλέψεις» δεν βοηθούν σε τίποτα. Η ΝΔ
μπορεί να θέλει να κάνει πολλά ενάντια στους εργαζόμενους, την εργατική τάξη,
δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί και να τα κάνει. Μια επιστροφή στη λογική των
άγριων περικοπών μπορεί πανεύκολα να ξαναοδηγήσει τη χώρα πίσω στην
καταβαράρθρωση του 2010-’13, σε μια νέα ύφεση, πριν καλά καλά ξεπεραστεί η
προηγούμενη. Δεν εξυπακούεται ότι όλη η
αστική τάξη, η μικροαστική τάξη, οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της ΝΔ, είναι σύμφωνοι
σε κάτι τέτοιο. Η αστική τάξη δεν θα ρισκάρει εύκολα τη σχετική
σταθεροποίηση που επετεύχθη τον τελευταίο χρόνο και τη σχετική αναβάθμιση του
ρόλου της στην περιοχή. Ούτε ο εργαζόμενος κόσμος μπορεί να τρομοκρατηθεί τόσο
εύκολα όσο το 2010. Τέλος, είναι
προφανές ότι ο Μητσοτάκης δεν έχει κανένα «αναπτυξιακό» πρόγραμμα· η σίγουρη
αποτυχία του σε τομείς όπως η μείωση της φορολογίας για τους πολλούς, η
ανασυγκρότηση της παραγωγής, το ασφαλιστικό κ.λπ. θα ροκανίσουν γρήγορα τα
όποια κοινωνικά του ερείσματα.
Για να αποφευχθούν τα χειρότερα και να ανοίξει ο
δρόμος για τα καλύτερα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την ανάταξη του εργατικού
κινήματος, από την επιστροφή των πιο πρωτοπόρων κομματιών σε θέση μάχης, σε
θέση διεκδίκησης. Πιστεύουμε ότι αυτό θα γίνει, και ο καθένας μας θα κριθεί από
τη συμβολή του σε αυτή την προσπάθεια. Ψηλά το κεφάλι, λοιπόν, οι νέες μάχες
μας περιμένουν!
11.06.2019
Η Συντακτική Επιτροπή