Όλο το πολιτικό στοίχημα της
κυβέρνησης Μητσοτάκη στηρίζεται στο ότι θα καταφέρει να προσελκύσει μεγάλες
επενδύσεις, οι οποίες μεσοπρόθεσμα θα δημιουργήσουν ισχυρή ανάπτυξη. Όμως, οι
όποιες επενδύσεις γίνουν θα είναι μέσα στο πλαίσιο του γνωστού παρασιτικού
μοντέλου, από το οποίο δεν προκύπτει καμιά ριζική βελτίωση της κατάστασης των
λαϊκών στρωμάτων. Οι εργαζόμενοι δεν έχουμε λόγο να περιμένουμε τα ψίχουλα
αυτής της «ανάπτυξης». Να οργανωθούμε και να διεκδικήσουμε τώρα τα αυτονόητα
δικαιώματά μας!
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ
Η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία,
ανεξαρτήτως του πώς θα εξελιχθεί, αλλάζει τα δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή και
επηρεάζει και την Ελλάδα. Η προσπάθεια της προηγούμενης και της σημερινής
κυβέρνησης να αποκαταστήσουν την ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού σε
Νοτιοανατολική Ευρώπη και Ανατολική Μεσόγειο τίθεται εν αμφιβόλω.
1. Καθώς
συμπληρώνονται τέσσερις μήνες από την ανάληψη της εξουσίας από τον Μητσοτάκη
και τη ΝΔ, αρχίζουν να ξεδιπλώνονται οι προτεραιότητες, οι στόχοι αυτού του
επιτελείου, όπως όμως και τα όρια του πολιτικού του «στοιχήματος».
Τα αντεργατικά και
αντι-συνδικαλιστικά μέτρα της κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο αναπτυξιακό
της νομοσχέδιο προκαλούν ήδη τις πρώτες αντιδράσεις από τα πιο οργανωμένα
τμήματα της εργατικής τάξης, όπως δείχνουν και οι δύο γενικές απεργίες που
πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες. Οι επιθετικές τοποθετήσεις του
Μητσοτάκη την ημέρα της δεύτερης 24ωρης και στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, όπου
μιλούσε για «golden boys του
συνδικαλισμού» και «ταλαιπωρία των πολιτών» από τους απεργούς, δεν θεωρούμε ότι
έχουν μόνο επικοινωνιακό χαρακτήρα· αποκαλύπτουν
ότι υπάρχει σχεδιασμός να συνεχιστεί το χτύπημα της οργάνωσης, της
συλλογικότητας και της δυνατότητας αντίστασης της εργατικής τάξης.
Η «βεντάλια» των
αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» ανοίγει όμως σταδιακά και σε άλλους τομείς. Στην
παιδεία ματαιώθηκαν οι διορισμοί που είχαν αναγγελθεί από την προηγούμενη
κυβέρνηση, με τραγικές συνέπειες για τις
μορφωτικές ανάγκες των μαθητών, ενώ προωθούνται η κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης στα τμήματα χαμηλής ζήτησης, η
αυτόματη αναγνώριση των πτυχίων των κολεγίων ως ισότιμων με εκείνα των δημόσιων
πανεπιστημίων, η λογική των σχολείων-ελίτ, η πλήρης εμπορευματοποίηση των
μεταπτυχιακών κ.λπ. Στον χώρο της ενέργειας, τα ΕΛ.ΠΕ. (και όλες οι
θυγατρικές και τα επενδυτικά σχέδιά τους) παραδίδονται πλέον ολοκληρωτικά στο
ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ προωθείται η
περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας, με τη μεθοδευμένη
δυσφήμηση της ΔΕΗ και την ανοιχτή υποστήριξη των γνωστών αρπακτικών-ιδιωτών του
ενεργειακού κλάδου.
Από την άλλη, βέβαια, η
κυβέρνηση κινείται προσεκτικά σε άλλους τομείς, προκειμένου να αποφύγει
αντιδράσεις, ή μια πολιτική πόλωση που θα συσπείρωνε την αντιπολίτευση και θα
χάλαγε την εικόνα της «εθνικής συναίνεσης» στον στόχο της «ανάπτυξης». Για
παράδειγμα, πήρε πίσω τις διατάξεις που παρέδιδαν τους αιγιαλούς στην ιδιωτική
εκμετάλλευση, ενώ δεν υποχώρησε σε πιέσεις μιας μερίδας των «δανειστών» για
μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων. Τέλος, έχει μια σημασία ότι και οι
ευρωβουλευτές της ΝΔ (πλην μιας), όπως άλλωστε η συντριπτική πλειονότητα των
Ελλήνων ευρωβουλευτών, δεν ψήφισαν το κατάπτυστο αντι-κομμουνιστικό ψήφισμα του
Ευρωκοινοβουλίου (με αφορμή τα 80 χρόνια από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου).
Αυτό, όμως, που απορροφά το
μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτό το οποίο
συνειδητοποιεί και η ίδια ότι θα κρίνει τη σταθερότητα των κοινωνικών της ερεισμάτων,
είναι το περίφημο όραμα της «ανάπτυξης
για όλους» μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι το
δυνατό της σημείο, εμείς όμως πιστεύουμε ότι θα αποδειχθεί η αχίλλειος πτέρνα
της.
2. Οι
θριαμβολογίες για το Ελληνικό, για τις Σκουριές, ακόμα και για τη νέα μονάδα
ηλεκτροπαραγωγής του Μυτιληναίου, τα ακατάπαυστα γλειψίματα του Αδώνιδος σε
κάθε πιθανό και απίθανο ξένο «επενδυτή», οι εμμονές με την «εικόνα» της χώρας,
που γίνεται όλο και πιο «φιλική προς το επιχειρείν», μάλλον εκφράζουν άγχος παρά «εθνική αυτοπεποίθηση» και πίστη σε μια
συγκεκριμένη στρατηγική. Ο Μητσοτάκης έχει τάξει ότι, με τις κατάλληλες
κινήσεις, η ανάκαμψη της χώρας θα πάρει ορμητικό χαρακτήρα, φτάνοντας
μεσοπρόθεσμα σε ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ ακόμα και άνω του 4%. Πολλοί οιωνοί
είναι ευνοϊκοί: ο «δημοσιονομικός χώρος» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η δραματική πτώση της τιμής της εργατικής
δύναμης (όπως και γενικά των αξιών μέσα στη χώρα) λόγω της μνημονιακής
ισοπέδωσης που προηγήθηκε… Ωστόσο, η τελευταία φορά που η χώρα έπιασε
ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 4% ήταν την εποχή του «πάρτι» του Χρηματιστηρίου, των
Ολυμπιακών έργων, των καταναλωτικών δανείων και του «εύκολου χρήματος» που
ερχόταν από τις Βρυξέλλες. Καμία σχέση με το σήμερα δηλαδή. Τα πιο σοβαρά
αστικά επιτελεία προειδοποιούν ότι: α) η
κατανάλωση θα παραμείνει για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά
από τα προ κρίσης επίπεδα· β) τα μέτρα
ενίσχυσης της οικοδομής, όσο θετικά και να είναι, δεν θα έχουν θεαματικά
αποτελέσματα, μια και υπάρχει τεράστιο απόθεμα σπιτιών, ως αποτέλεσμα της
ιστορικής υπερ-επένδυσης σε ακίνητα που έχει γίνει στη χώρα· γ) το τραπεζικό σύστημα απέχει ακόμα πολύ
από το να μπορεί να χρηματοδοτεί κανονικά την οικονομική δραστηριότητα· δ) η
ραγδαία γήρανση του πληθυσμού (και οι πολύ χαμηλοί μισθοί, θα προσθέταμε εμείς)
θέτει όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους,
η «αναπτυξιολογία» του Μητσοτάκη και του επιτελείου του κινείται σε μια
λανθασμένη κατεύθυνση. Η χώρα έχει
επειγόντως ανάγκη από παραγωγή, από παραγωγική ανασυγκρότηση! Τα καζίνο του
Ελληνικού, η εκχώρηση των «φιλέτων» του δημοσίου σε ιδιώτες, τα διάφορα
τουριστικά πρότζεκτ σε ήδη κορεσμένους τουριστικούς προορισμούς… δεν συνιστούν
παραγωγική ανάπτυξη. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, με τα
παρασιτικά κεφάλαια που κυριαρχούν σε αυτόν, δεν ξέρει να δουλεύει κανένα άλλο μοντέλο εκτός από εκείνο του γρήγορου
και εύκολου κέρδους, αυτό που χρεοκόπησε παταγωδώς το 2010. Τις «φούσκες» των
δεκαετιών ’90-’00 θέλει να ξαναφτιάξει – και ο Μητσοτάκης είναι ενθουσιώδης σε
αυτό. Όμως, οι προϋποθέσεις τώρα
είναι πολύ χειρότερες απ’ ό,τι τότε και η όποια προσωρινή επιτυχία θα έχει
κοντά ποδάρια. Ούτε θα σώσουν οι ξένοι επενδυτές την κατάσταση, μια και
αυτοί πάντα ακολουθούν τα «πατήματα» του ντόπιου κεφαλαίου. Δεν θα έρθουν να κάνουν μεγάλες παραγωγικές
επενδύσεις σε μια χώρα που η ηγέτιδα τάξη της δεν ενδιαφέρεται για
μακροπρόθεσμο και υψηλού τεχνικού επιπέδου παραγωγικό σχεδιασμό.
Τι σημαίνουν στην πράξη όλ’
αυτά; Μην μπορώντας αλλά και μη θέλοντας να υποδείξει στην εγχώρια αστική τάξη
ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, υπηρετώντας
ίσα ίσα τα πιο παρασιτικά και αρπακτικά τμήματα αυτής της τάξης, το
επιτελείο Μητσοτάκη θα βρεθεί αργά ή γρήγορα σε πολιτική «στενωπό». Καμιά
εκρηκτική ανάπτυξη δεν βρίσκεται μπροστά μας – μια αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 2% για
το 2019 και 2020 δεν θα επιτρέψει ριζική βελτίωση της κατάστασης της
μικροαστικής τάξης, που αποτελεί το κύριο στήριγμα της κυβέρνησης, ενώ θα
ματαιώσει μια περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο παρασιτικός χαρακτήρας της όποιας ανάπτυξης θα συντηρήσει τις μεγάλες
κοινωνικές ανισότητες και θα οξύνει τον πόλεμο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες
της αστικής τάξης για το ποιος θ’ αρπάξει τα περισσότερα από το δημόσιο ταμείο
ή τη δημόσια περιουσία.
Βέβαια, θα κυλήσει νερό στ’
αυλάκι μέχρι αυτή η κυβέρνηση να έρθει αντιμέτωπη με μαζική κοινωνική
δυσαρέσκεια ή σημαντική πολιτική φθορά. Στο πότε μπορεί να συμβεί αυτό θα
παίξουν ρόλο και οι διεθνείς εξελίξεις, όπως το Brexit, η
διαφαινόμενη έναρξη ενός αρνητικού οικονομικού κύκλου στην Ευρώπη, η
εντεινόμενη πίεση της Αμερικής του Τραμπ πάνω στην Ε.Ε., οι εξελίξεις στην
Ανατολική Μεσόγειο-Μέση Ανατολή μετά την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία κ.λπ. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη,
και ιδίως το πιο πρωτοπόρο κομμάτι της, πρέπει τώρα να κρατήσει μια στάση
αναμονής – ίσα ίσα το αντίθετο.
3. Η πάλη
του εργαζόμενου λαού για να ξανακερδίσει τις κατακτήσεις που πάρθηκαν πίσω, να
διεκδικήσει κι άλλες, να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων θα πρέπει να είναι
πολύπλευρη και διαρκής. Έχει αξία να παρακολουθούμε τι γίνεται στο πολιτικό
εποικοδόμημα και να αξιοποιούμε όλες τις ευκαιρίες για να επιτεθούμε πολιτικά
στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, να της προκαλέσουμε φθορά, να οξύνουμε
την αντιπάθεια των κατώτερων στρωμάτων και των προοδευτικών λαϊκών δυνάμεων
εναντίον της. Έχει όμως περισσότερη αξία
να ρίξουμε τώρα –γιατί έχουμε αργήσει ήδη– βάρος στην οργάνωση της εργατικής
μας τάξης, στην ανασυγκρότηση των συνδικάτων μας, αλλά και άλλων οργάνων
πάλης του λαού. Το εργασιακό, που
είναι το κύριο μέτωπο αυτή τη στιγμή, δεν θα το παλέψουμε μόνο γενικά,
αντι-κυβερνητικά, αλλά συγκεκριμένα,
μέσα στις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια, σε κάθε κλάδο στον οποίο μπορεί να
δοθεί μια μάχη. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τα
επιμέρους μέτωπα που μπορούν να αποκτήσουν μεγάλη σημασία μέσα στις
σημερινές συνθήκες (π.χ. υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών και των δημόσιων χώρων,
ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας, ζητήματα καταστολής
κ.λπ.).
Το πρωτοπόρο κομμάτι των συνειδητών εργαζομένων θα
πρέπει να κινηθεί με ενότητα, με ενιαιο-μετωπικές μορφές δράσης, με τόλμη,
φαντασία και ευελιξία. Οι διαθέσιμες μάχιμες δυνάμεις πρέπει να πέσουν στα πιο
προνομιακά μέτωπα, εκεί που μπορούν να προκληθούν πιο εύκολα ρήγματα στον
αντίπαλο, εκεί που μπορεί να επιτευχθεί μια τακτική νίκη, που θα ανεβάσει το
ηθικό και θα ανοίξει την όρεξη για πιο αποφασιστικές αναμετρήσεις. Αν κινηθούμε
με αυτή τη λογική την επόμενη περίοδο, αν ρίξουμε βάρος στην επανασυσπείρωση των
σωματείων μας, αν προτάξουμε τις κατάλληλες διεκδικήσεις και μορφές πάλης,
είναι σίγουρο ότι θα φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου τμήματα της εργατικής μας
τάξης θα ανακτήσουν το αξιόμαχό τους. Και τότε ο αντίπαλος θα αποδειχθεί πολύ
πιο αδύναμος απ’ ό,τι φαίνεται σήμερα ότι είναι!
9/10/2019