Πιστή
στις επιταγές του πιο αδηφάγου τμήματος της αστικής τάξης, η κυβέρνηση της Νέας
Δημοκρατίας, μέσα από πλήθος διατάξεων που περιλαμβάνονται στο «αναπτυξιακό»
πολυ-νομοσχέδιο, επαναφέρει μνημονιακά αντεργατικά μέτρα, ενώ προωθεί και νέα,
που θίγουν άμεσα την ίδια την υπόσταση του οργανωμένου εργατικού κινήματος.
Βασικά χτυπάει την ισχύ των κλαδικών συμβάσεων,
που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για τους δικούς της λόγους, επανέφερε πέρυσι. Εξαιρούνται από αυτές επιχειρήσεις που
αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, «κοινωνικές» επιχειρήσεις κ.ά. Η
επεκτασιμότητά τους υπονομεύεται, αφού ο υπουργός μπορεί να αρνηθεί την επέκταση της κλαδικής σύμβασης επικαλούμενος
«λόγους ανταγωνιστικότητας». Ανοίγει τον δρόμο για εφαρμογή-εξάπλωση των
τοπικών συμβάσεων (τοπικά σύμφωνα
απασχόλησης), αφήνοντας απροστάτευτους τους εργαζόμενους των μικρών ή απομακρυσμένων
επιχειρήσεων, όπου η εργοδοτική αυθαιρεσία είναι πιο ανεξέλεγκτη.
Μειώνει τους
μισθούς μεταξύ άλλων μέσω του περιορισμού της μετενέργειας. Ακόμα, επαναφέρει τις «ενώσεις προσώπων», μια
ευθεία προσπάθεια να αντικατασταθεί ο ρόλος των σωματείων από ξεκάθαρα εργοδοτικούς μηχανισμούς. Δίνει απεριόριστες εξουσίες
στον εκάστοτε υπουργό Εργασίας να
ρυθμίζει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων κατά το δοκούν, αλλά και να
ελέγχει τη δράση των σωματείων μέσω του
ηλεκτρονικού μητρώου και της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την απεργία.
Τα
τελευταία αυτά μέτρα αφορούν και την ίδια την υπόσταση των σωματείων, αφού με
την υποχρέωση της ηλεκτρονικής καταγραφής των μελών τους επιδιώκεται στην ουσία το φακέλωμα εργαζομένων και συνδικαλιστών. Το
μέτρο της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την κήρυξη απεργίας θέλει να απονεκρώσει τα σωματεία απ’ τις ζωντανές
συλλογικές τους διαδικασίες. Ακόμα, καταργείται το δικαίωμα των εργολαβικών
εργαζόμενων να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και έναντι του φυσικού εργοδότη (πέραν του εργολάβου που τους
ενοικιάζει). Ο εργαζόμενος επίσης καθίσταται συνυπεύθυνος για ενδεχόμενη μη
πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών.
Ο
αντεργατικός αυτός οδοστρωτήρας εκφράζει
τα πιο αδίστακτα και παρασιτικά τμήματα του κεφαλαίου, αυτά που σαν μόνη
προοπτική έχουν το ξεζούμισμα της εργατικής τάξης, την ισοπέδωση της κοινωνίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην επίθεση πρωταγωνιστεί ο ΣΕΒ, που μόνο τη βιομηχανία
δεν εκπροσωπεί, αλλά κυριαρχείται από κεφάλαια των υπηρεσιών, εργολαβικά, τραπεζικά
κ.λπ. Οι θρασύτατες δηλώσεις Μητσοτάκη
και Βρούτση μετά τη δεύτερη 24ωρη απεργία (για «τους λίγους που ταλαιπωρούν
τους πολλούς», «σκοτεινά γραφεία συνδικαλιστών» κ.λπ.) δείχνουν τις προθέσεις τους να χτυπήσουν ευθέως τα σωματεία.
Παρ’
όλ’ αυτά η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη για την εργατική μας τάξη. Το
εργατικό κίνημα μπορεί να απαντήσει, αρκεί να ανασυγκροτηθεί και να ξανασταθεί
στα πόδια του. Το διδάσκει η ίδια η ιστορία του.
Ο βασικός όρος για
να κινητοποιηθεί η εργατική τάξη είναι η ενότητά της, που την εξασφαλίζει μόνο
η τακτική του ενιαίου μετώπου. Με σωματεία και δράσεις που να
συσπειρώνουν όλους τους εργάτες, ανεξάρτητα από πολιτικά χρώματα. Με αιτήματα
που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες. Ο δρόμος για να παραμεριστεί η
υποταγμένη, φιλο-εργοδοτική, ανίκανη και απρόθυμη να αντισταθεί συνδικαλιστική γραφειοκρατία
είναι αυτός της δράσης, της συσπείρωσης
και των αποτελεσματικών διεκδικήσεων και μορφών πάλης. Αυτές πρέπει να είναι σχεδιασμένες σωστά και δουλεμένες μέσα σε κάθε
κλάδο, πρωτότυπες, ευρηματικές, να δίνουν θάρρος και προοπτική στους
εργάτες. Το καθήκον για όλα αυτά πέφτει στους ώμους των πλέον έντιμων και πρωτοπόρων
πολιτικά εργατών.
Η μάχη ενάντια σ’
αυτά τα μέτρα, ενάντια σε όλα τα μέτρα που έχουν παρθεί την εποχή των μνημονίων,
αλλά και για νέες διεκδικήσεις, είναι μπροστά μας και θα έχει πολλές φάσεις,
δεν θα είναι σύντομη σε χρόνο. Η αρχή μπορεί να γίνει απ’ τους πιο μαχητικούς
και συνειδητούς κλάδους, που μπορούν να δώσουν παράδειγμα και για την υπόλοιπη
εργατική τάξη. Η θέση των «νεοφιλελεύθερων» αντεργατικών υπαλληλίσκων του
κεφαλαίου δεν είναι τόσο ισχυρή όσο φαίνεται. Μπορούμε να τους το αποδείξουμε
στην πράξη.
Σ. Κρόκος