Ο Μητσοτάκης απέκρυψε τις πιο
ακραίες από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του για να κερδίσει τις εκλογές, και
επιχειρεί τώρα να καθησυχάσει τον ελληνικό λαό ότι έρχεται «ανάπτυξη για
όλους». Ωστόσο, δεν καθυστέρησε να εγκαινιάσει μια σειρά από αντιδραστικές
τομές, στα εργασιακά, στην εκπαίδευση, στη ΔΕΗ, στα ζητήματα της δημόσιας
περιουσίας. Τα πρώτα μέτωπα πάλης ενάντια στην κυβέρνηση μπορούν και πρέπει ν’
ανοίξουν!
Να «διαβάσουμε» σωστά τη συγκυρία. Η
κυβέρνηση δεν είναι τόσο ισχυρή και συμπαγής όσο δείχνει, αλλά και οι συνθήκες
δεν είναι καθόλου απαγορευτικές για αμυντικούς ή διεκδικητικούς αγώνες.
1. Έχουν
περάσει ήδη δύο μήνες από τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας και του Μητσοτάκη στις
εκλογές, και μετά τα πρώτα δείγματα γραφής αλλά και τις ανακοινώσεις του
πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, έχουμε μια εικόνα για το πού
βαδίζει αυτή η κυβέρνηση.
Οι στόχοι της νέας κυβέρνησης
λοιπόν είναι: α) Να συνεχίσει την πολιτική οικονομικής και κοινωνικής «σταθεροποίησης»
που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντα μέσα στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους
«δανειστές», αλλά και με μια αλλαγή του μείγματος πολιτικής σε μια πιο
νεοφιλελεύθερη, πιο φιλο-επιχειρηματική κατεύθυνση. β) Να ανασυγκροτήσει το
κοινωνικό μπλοκ της δεξιάς, μέσω του πλήρους ελέγχου του κρατικού μηχανισμού. γ)
Να ευνοήσει την απρόσκοπτη κερδοφορία της εγχώριας παρασιτικής μεγαλοαστικής
τάξης, να της δώσει ακόμα μεγαλύτερη πρόσβαση στο δημόσιο ταμείο και τη δημόσια
περιουσία, ρίχνοντας και ορισμένα ψίχουλα στη μικροαστική τάξη. δ) Να κρατήσει
την εργατική τάξη σε κατάσταση ατομικοποίησης και ανασφάλειας, με σπασμένα
μεροκάματα και δικαιώματα, αφήνοντάς τη απλώς να ελπίζει ότι θα ευνοηθεί και
αυτή από την «ανάπτυξη».
Ο άνεμος αυτή τη στιγμή είναι
ευνοϊκός για τον Μητσοτάκη. Το μεγάλο
ποσοστό που πήρε στις εκλογές, η ισχυρή υποστήριξή του από τη λεγόμενη «μεσαία
τάξη», ο χρόνος που θα χρειαστεί για να ανασυγκροτηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, το γεγονός ότι
η εργατική τάξη παραμένει εντελώς ανοργάνωτη, τα πλεονάσματα και ο
«δημοσιονομικός χώρος» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όλα συνηγορούν στο ότι η κυβέρνηση έχει
δυναμική αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, οι αντιφάσεις της πολιτικής της δεν θα
αργήσουν να εμφανιστούν και θα είναι αμείλικτες.
Η κυβέρνηση με το καλημέρα παραβίασε
τη (φιλελεύθερη) αντίληψη περί «αξιοκρατίας» στις επιλογές προσώπων για
σημαντικές κρατικές υπηρεσίες, ενώ ο πρωθυπουργός ανέλαβε προσωπικά τον έλεγχο
της ΕΡΤ, του ΑΠΕ και της ΕΥΠ. Η πρόθεση για κομματικό έλεγχο του κρατικού
μηχανισμού είναι εμφανής. Πώς θα μπορέσει, όμως, έτσι να καλλιεργήσει ένα κλίμα
συναίνεσης για να προωθήσει ένα μοντέλο λιγότερο «γραφειοκρατικό» και
«κρατικιστικό», και περισσότερο «αξιοκρατικό», που η ίδια διακηρύσσει ότι είναι απαραίτητο για να «απελευθερωθούν οι
παραγωγικές δυνάμεις της χώρας»;
Το να διαφημίζεις ότι είσαι
πρόθυμος να ικανοποιήσεις όλες τις απαιτήσεις των υποψήφιων επενδυτών δεν αρκεί
για να κάνεις τη χώρα προορισμό μεγάλων ξένων επενδύσεων, ιδίως παραγωγικών. Κι
εξάλλου, πώς θα προωθήσεις την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας (έστω με καπιταλιστικούς
όρους) όταν η έμφαση είναι και πάλι στον
τουρισμό και τους ουρανοξύστες του Λάτση στο Ελληνικό;
Παραπέρα, από πού θα βρεθούν
τα χρήματα να ανακουφιστεί φορολογικά η λεγόμενη «μεσαία τάξη», όταν ως
προϋπόθεση για αυτό έχει τεθεί ένα πολύ υψηλό ποσοστό ανάπτυξης και όταν η
ιδιωτική κατανάλωση παραμένει μακριά από τα προ-μνημονιακά επίπεδα; Η μείωση του ΕΝΦΙΑ (την οποία είχε
προαναγγείλει και η προηγούμενη κυβέρνηση)
δεν αρκεί από μόνη της, ενώ η μείωση του βασικού φόρου για τις επιχειρήσεις (από
28% σε 24%) δύσκολα θα μεταφραστεί σε
θέσεις εργασίας και επενδύσεις με ίδια κεφάλαια.
Σε όλα τα παραπάνω, θα πρέπει
να προσθέσουμε το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά την τεράστια
αναγνώριση που ο ίδιος απολαμβάνει στην παράταξή του αυτή τη στιγμή, είναι βασικά μια πολυτασική κυβέρνηση.
Περιλαμβάνει σκληρούς νεοφιλελεύθερους, καραμανλικούς, ακροδεξιούς,
τεχνοκράτες, άτομα προερχόμενα από το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Επιπλέον, το κύριο κοινωνικό έρεισμά της είναι η
παραδοσιακά ασταθής μικροαστική τάξη, η οποία, όποιες ελαφρύνσεις κι αν αποσπάσει,
δεν πρόκειται να ξαναποκτήσει τον ζωτικό χώρο που είχε προ μνημονίου. Για όλους
αυτούς τους λόγους, όσο σταθερή και να μοιάζει αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση, όσο
κι αν είναι νωρίς για να αντιμετωπίσει σκληρή αντιπολίτευση στους δρόμους (πόσω
μάλλον μέσα στη Βουλή), θεωρούμε ότι μεσοπρόθεσμα θα αρχίσει να αμφισβητείται
από διάφορες πλευρές. Εμάς, βέβαια, μας
ενδιαφέρει η αμφισβήτηση από την εργατική τάξη, από τα κατώτερα στρώματα του
λαού, από το «πεζοδρόμιο», και εκτιμούμε ότι αυτή δεν θα αργήσει πολύ.
2. Παρότι ο
Μητσοτάκης δεσμεύθηκε στην ομιλία
του στη ΔΕΘ ότι οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις θα παρακάμπτονται μόνο σε
περιπτώσεις «αναδιάρθρωσης» και «διάσωσης» επιχειρήσεων, στο αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που πρόκειται να ψηφιστεί προβλέπονται
πολύ περισσότερες εξαιρέσεις: «μη κερδοσκοπικές» επιχειρήσεις, επιχειρήσεις
«κοινωνικής οικονομίας», τοπικές συμβάσεις που θα υπερτερούν των κλαδικών, καθώς
και άλλες περιπτώσεις για τις οποίες αφήνεται παράθυρο να οριστούν με
υπουργικές αποφάσεις. Ενώ πλήττεται
αποφασιστικά και η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, με το να τίθεται
ως πρόσθετος όρος η επίπτωση στην «ανταγωνιστικότητα» του κλάδου και της
«εθνικής οικονομίας». Ακόμα, η κυβέρνηση έχει ήδη καταργήσει την
υποχρεωτική δικαιολόγηση των απολύσεων, το δικαίωμα των εργολαβικών εργαζόμενων
να προσφεύγουν και κατά του φυσικού εργοδότη (πλην του εργολάβου) και έχει
δώσει μήνυμα σκληρής λιτότητας στο δημόσιο, με τη ματαίωση ή αναβολή των 15.000
προσλήψεων στην εκπαίδευση. Αν σε αυτά προσθέσουμε το ηλεκτρονικό φακέλωμα των
σωματείων και την ηλεκτρονική ψηφοφορία (που θα απομακρύνει τους
εργαζόμενους απ’ τις γενικές συνελεύσεις),
είναι προφανές ότι μιλάμε για μια σειρά από βραδυφλεγείς βόμβες εις βάρος της
εργατικής τάξης. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη τάση επιστροφής σε ένα
εργασιακό τοπίο μνημονιακού τύπου, αλλά και για ένα ευθύ χτύπημα στη δυνατότητα
των εργαζομένων να αμύνονται συλλογικά μέσα από τα σωματεία τους. Απέναντι σε
αυτές τις προκλήσεις, η εργατική τάξη,
οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα πρέπει άμεσα να δώσουν ξεκάθαρη αγωνιστική
απάντηση!
3. Δεν
μπορούμε, όμως, να αφήσουμε ασχολίαστα και τα υπόλοιπα μέτρα που ανακοίνωσε η
κυβέρνηση.
Η φορολογική κλίμακα 9% για εισοδήματα μέχρι 10.000
ευρώ είναι μια σημαντική βοήθεια για
τα χαμηλά εισοδήματα, κυρίως της μικροαστικής τάξης (οι μισθωτοί έχουν αφορολόγητο
8.600 ευρώ, το οποίο ο Μητσοτάκης δεσμεύτηκε ότι δεν θα μειώσει). Από την άλλη,
παραπέμπεται στις καλένδες η κατάργηση δύο άδικων φόρων, του τέλους
επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, όπως και η μείωση της προκαταβολής
του φόρου. Αυτό σημαίνει ότι η
φορολογική ελάφρυνση της μικροαστικής τάξης δεν θα είναι τέτοια που να αλλάζει
ριζικά την κατάστασή της.
Τα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται και η
μείωση του ΦΠΑ των βρεφικών ειδών είναι θετικά μέτρα, αν και το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολύ
μεγάλο για να αντιμετωπιστεί με τέτοια μέτρα. Η ανεργία, οι ελαστικές
εργασιακές σχέσεις και οι μισθοί πείνας είναι τα μεγάλα εμπόδια για τα νέα
παιδιά που θέλουν να κάνουν οικογένεια.
Η μείωση του φόρου στα
μερίσματα στο 5%, μια κλασική νεοφιλελεύθερη συνταγή, σπρώχνει πιο εύκολα το
χρήμα στις τσέπες των μετόχων, άρα μακριά από την επανεπένδυση.
Η αναστολή του ΦΠΑ για τρία
χρόνια στις νέες οικοδομές, η αναστολή του φόρου υπεραξίας και η επιδότηση 40%
των δαπανών ανακαίνισης θα δώσουν ώθηση
στα δεκάδες επαγγέλματα που εξαρτώνται από την οικοδομή, αν και ταυτόχρονα είναι «δώρα» για το μεγάλο κατασκευαστικό
κεφάλαιο.
Η κουτσουρεμένη 13η σύνταξη
που είχε δώσει ο Τσίπρας μετατρέπεται σε έκτακτο βοήθημα. Το οποίο δεν
θεωρείται μισθολογική παροχή και είναι πολύ πιο εύκολο να διακοπεί ή να
μειωθεί, αναλόγως δημοσιονομικής κατάστασης. Συνταξιούχοι και εργαζόμενοι στο δημόσιο πρέπει να παλέψουν για πλήρη
επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού/σύνταξης, μακριά από τη λογική των
«βοηθημάτων».
Η υπόσχεση για σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών,
αν και θα αυξήσει λίγο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, είναι δεμένη με το σούπερ αντιδραστικό σχέδιο της ΝΔ για το
ασφαλιστικό, που, εάν και εφόσον προωθηθεί έτσι όπως έχει περιγραφεί, θα
πρέπει να συναντήσει σθεναρή αντίσταση απ’ όλο τον εργαζόμενο κόσμο.
Τέλος, το άνοιγμα του δρόμου για ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, σε συνδυασμό και με
τις άλλες ιδιωτικοποιήσεις που τρέχουν και με την πλήρη παράδοση των αιγιαλών
στην ιδιωτική εκμετάλλευση, θέτουν στην πρώτη γραμμή της πάλης του εργαζόμενου
λαού την υπεράσπιση των κοινωνικών αγαθών και του δημόσιου χώρου.
4. Τι πρέπει
να κάνει αυτή τη στιγμή η εργατική μας τάξη, και ιδίως τα πιο πρωτοπόρα, τα πιο
συνειδητά τμήματά της; Κατ’ αρχάς, πρέπει να «διαβάσουμε» σωστά τη συγκυρία. Δεν χρειάζεται καμιά καταστροφολογία. Το
αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ένα βήμα πίσω, αλλά ο συσχετισμός δύναμης δεν είναι
καθόλου απαγορευτικός για διεκδικήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μητσοτάκης,
για να γίνει πρωθυπουργός, μάζεψε αρκετές από τις νεοφιλελεύθερες ακρότητές
του.
Σημαντικά μέτωπα μπορούν και πρέπει να ανοίξουν, στα
εργασιακά, στο θέμα της ΔΕΗ και των ιδιωτικοποιήσεων, στην εκπαίδευση κ.α. Χρειάζεται
πάνω απ’ όλα ενότητα, αναδιοργάνωση των σωματείων μας, τόλμη, αφοβία, νέες
ιδέες πάνω στα κατάλληλα αιτήματα και τις πλέον αποτελεσματικές μορφές πάλης. Πρέπει
να ξεκαθαρίσουμε από νωρίς στον Μητσοτάκη, τη δεξιά, τους καπιταλιστές, τους
ξένους «δανειστές» ότι: καμιά «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν θα περάσει μέσα
από την παγίωση της φτώχειας, της υπερεκμετάλλευσης, της ελαστικοποίησης της
ζωής μας, της ιδιωτικοποίησης των κοινωνικών αγαθών. Η δικιά μας «κανονικότητα»
θα πρέπει να είναι από δω και πέρα η συσπείρωση της εργατικής μας τάξης, οι
διεκδικήσεις κι οι αγώνες.
11/9/2019
Η Συντακτική Επιτροπή