Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Βασικές πολιτικές έννοιες από τη σκοπιά του μαρξισμού

 

Το παρόν άρθρο είναι η καταγραφή μιας εισήγησης που έγινε τον περασμένο Ιούνιο από τον σ. Πάρι Δάγλα στο Ανοιχτό Φιλοσοφικό Σχολείο, με σκοπό το ξεκαθάρισμα, από μια μαρξιστική σκοπιά, ορισμένων βασικών πολιτικών εννοιών, που πολλοί τις χρησιμοποιούν, αλλά δεν εννοούν με αυτές το ίδιο πράγμα. Σε μια εποχή που κυριαρχεί γενικά, αλλά και ειδικά στους κόλπους της αριστεράς, η ιδεολογική και πολιτική σύγχυση, θεωρούμε κρίσιμη την αποσαφήνιση βασικών εννοιολογικών εργαλείων του μαρξισμού. Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη, και στη θεωρία η ορολογία παίζει τεράστιο ρόλο. Με την ευκαιρία αυτή, ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά για τη φιλοξενία το Ανοιχτό Φιλοσοφικό Σχολείο και τον επικεφαλής του, Δημήτρη Ντούσα.

Αριστερά – Κέντρο – Δεξιά

 Οι όροι Αριστερά-Κέντρο-Δεξιά έλκουν την καταγωγή τους από τη Γαλλική Επανάσταση, όπου, στην πρώτη εθνοσυνέλευση της επανάστασης, αυτοί που τάσσονταν υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας και υπέρ των πιο ριζοσπαστικών αλλαγών κάθισαν στα αριστερά του προεδρείου της συνέλευσης, όσοι τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του υπάρχοντος καθεστώτος (Ancien Régime) κάθισαν στα δεξιά έδρανα, ενώ όσοι τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του υπάρχοντος καθεστώτος αλλά με ορισμένες ουσιώδεις αλλαγές (συνταγματική μοναρχία) κάθισαν στο κέντρο.

Από τότε οι όροι αυτοί συνδέθηκαν με πολλά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, και με πάρα πολλά κόμματα που εξέφρασαν ή επιχείρησαν να εκφράσουν αυτά τα ρεύματα, ωστόσο ποτέ δεν δόθηκε μια καλύτερη (και πιο τίμια πολιτικά) ερμηνεία αυτών των όρων από την αρχική.

Βασικό γνώρισμα της Αριστεράς, λοιπόν, δεν είναι γενικά η «κοινωνική ευαισθησία» (τέτοιες αναφορές έχει και το Κέντρο, ακόμα και η «χριστιανική» Δεξιά) αλλά η πλήρης απόρριψη του κυρίαρχου κοινωνικού καθεστώτος και η πάλη για την ανατροπή του.

Όπως είναι προφανές, οι όροι αυτοί δεν χαρακτηρίζονται από κάποια ακρίβεια. Δεν πρέπει να γίνεται κατάχρησή τους από μια σκοπιά θεωρητική, από μια σκοπιά μαρξιστικής πολιτικής ανάλυσης. Από τη σκοπιά του μαρξισμού το βασικό στοιχείο είναι η ταξική φύση του κάθε ιδεολογικο-πολιτικού ρεύματος και του κάθε κόμματος. Δηλαδή, το αν αυτό εκπροσωπεί τα άμεσα και ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, ή υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Έτσι, ο Λένιν δίνει βάρος στους χαρακτηρισμούς «αστικά κόμματα» – «κόμμα της εργατικής τάξης» και όχι στους όρους αριστερά-δεξιά.

Αν λοιπόν στόχος της Αριστεράς είναι η ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση ενός ριζικά διαφορετικού κοινωνικού καθεστώτος (ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιώκεται έμπρακτα και συστηματικά και όχι απλώς να παρουσιάζεται στα κομματικά προγράμματα), τότε θα λέγαμε ότι σήμερα υπάρχουν ελάχιστα αριστερά κόμματα στον κόσμο. Και ίσως στον χώρο που μας είναι πιο οικείος, στην Ευρώπη, να μην υπάρχουν πια αριστερά κόμματα με την πλήρη έννοια του όρου. Ωστόσο, μια πολιτική τοποθέτηση που θα έλεγε π.χ. ότι το ΚΚΕ, ή ο Μελανσόν στη Γαλλία, ή το Podemos στην Ισπανία, ή το Μπλόκο στην Πορτογαλία, ή το Die Linke στη Γερμανία κ.λπ. δεν ανήκουν στην αριστερά, δεν θα βοηθούσε σε τίποτε τον σωστό προσανατολισμό μας στα γεγονότα, στις πολιτικές εξελίξεις, και κυρίως σε σχέση με την πορεία της συνείδησης των μαζών. Γιατί;

Τα κόμματα έρχονται και παρέρχονται. Αλλάζουν ηγεσία, αλλάζουν πολιτική γραμμή, πολλές φορές αλλάζουν και ιδεολογία, άλλοτε συρρικνώνονται μέχρις εξαφανίσεως, διασπώνται, διαλύονται, άλλοτε γιγαντώνονται απότομα. Πίσω από τα κόμματα, όμως, υπάρχει ένα στοιχείο πιο σταθερό ιστορικά και κοινωνιολογικά, και αυτό είναι η παράταξη. Η παράταξη είναι ένα μπλοκ από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες που έχουν μεταξύ τους δεσμούς ταξικούς (αν και σπάνια ανήκουν σε μία μόνο κοινωνική τάξη) και κυρίως ιδεολογικούς, πολιτικούς και ιστορικούς – και οι δεσμοί αυτοί εκφράζονται συχνά και μέσα από δίκτυα τοπικών, οικογενειακών και άλλων σχέσεων. Οι παρατάξεις εμφανίζονται συνήθως όταν λαμβάνουν χώρα καταλυτικά ιστορικά γεγονότα, όπως πόλεμοι, μεγάλες κρίσεις και φυσικά επαναστάσεις, που αναδιαμορφώνουν μια κοινωνία και το εποικοδόμημά της. Άρα στην εμφάνιση και διατήρηση μιας παράταξης παίζει ρόλο, μεταξύ άλλων, ένας ταξικός συσχετισμός δυνάμεων που αποκρυσταλλώνεται ιστορικά. Στην Ελλάδα ιστορικά έχουν υπάρξει και υπάρχουν ακόμα τρεις πολιτικές παρατάξεις (συντηρητική δεξιά – φιλελεύθερο κέντρο – αριστερά), ενώ σε άλλες χώρες μπορεί να υπάρχουν περισσότερες, ή και μόνο δύο (βλ. ΗΠΑ).

Είναι συνηθισμένο –και αυτό συχνά προκαλεί σύγχυση– κόμματα ή ηγετικές ομάδες ή ακόμα και κομμάτια της βάσης μιας παράταξης να αλλάζουν ιδέες ή ταξική τοποθέτηση και να συνεχίζουν ωστόσο να αναφέρονται στην ίδια παράταξη, να συνεχίζουν να έχουν δεσμούς με άλλα κομμάτια αυτής της παράταξης με τα οποία τους χωρίζει πλέον ιδεολογικό-πολιτικό ή και ταξικό χάσμα.

Εδώ όμως πρέπει να προσέξουμε το εξής: Ούτε οι παρατάξεις είναι θεσμοί με γρανιτένια αντοχή. Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω (μεγάλες ιστορικές-κοινωνικές ανακατατάξεις), παρατάξεις μπορεί να εκλείψουν, να αλλάξουν θέση στον πολιτικό χάρτη, ή να ενωθούν με άλλες ή να υποκαταστήσουν άλλες. Άρα μια ανάλυση που θα στεκόταν υπερβολικά στη συνέχεια των παρατάξεων θα ήταν μια ανάλυση στατική, που θα ξεπερνιόταν από τα γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυσή μας για τα πολιτικά φαινόμενα της πραγματικότητας θα πρέπει να είναι δυναμική και να ρίχνει το κύριο βάρος στο ταξικό στοιχείο και στις συγκεκριμένες υλικές και πολιτικές εκφράσεις αυτού – και όχι μόνο στην ιστορική παράδοση.

 Κομμουνισμός

 Η κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν έλυσε τη μεγάλη ιστορική σύγχυση που προκλήθηκε από το γεγονός ότι τόσο οι ηγεσίες αυτών των χωρών όσο και οι καπιταλιστικές ηγεσίες στη Δύση συμφωνούσαν ότι τα κράτη αυτά ήταν «κομμουνιστικά». Όμως, δεν υπάρχουν κομμουνιστικά κράτη ή κομμουνιστικά «καθεστώτα»! Αυτό είναι αντίφαση εν τοις όροις. Ο κομμουνισμός προϋποθέτει την κατάργηση του κράτους, άρα και οποιουδήποτε πολιτικού εποικοδομήματος (καθεστώτος) που διαχωρίζεται από την κοινωνία. Οι κομμουνιστές υποστηρίζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και την εργατική δημοκρατία-δημοκρατία των Σοβιέτ, αλλά πιστεύουν (ή θα έπρεπε να πιστεύουν, βάσει της μαρξιστικής θεωρίας) ότι ήδη στη μετάβαση από την κατώτερη (σοσιαλιστική) στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας ξεκινά η απονέκρωση του κράτους και του καθεστώτος. Τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν φθάσει ούτε καν στην κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας· ήταν καθεστώτα μεταβατικά από τον καπιταλισμό προς τον σοσιαλισμό, αλλά αυτό αποτελεί θέμα μιας άλλης συζήτησης.

Όταν στην πορεία της εξέλιξης θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές διαφορές, κι όταν θα έχει συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή στα χέρια των οργανωμένων ατόμων, τότε η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. Η πολιτική εξουσία στην ουσία της είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Όταν το προλεταριάτο στην πάλη του ενάντια στην αστική τάξη συγκροτείται αναγκαστικά σε τάξη, όταν γίνεται με μια επανάσταση κυρίαρχη τάξη και σαν κυρίαρχη τάξη καταργεί βίαια τις παλιές σχέσεις παραγωγής, τότε μαζί μ' αυτές τις σχέσεις παραγωγής καταργεί τους όρους ύπαρξης της ταξικής αντίθεσης, τις τάξεις γενικά και έτσι και την ίδια τη δικιά του κυριαρχία σαν τάξη. (Μαρξ-Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»)

 Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα κόμματα της εργατικής τάξης μόνο ως προς τα εξής:

α) Στους εθνικούς αγώνες του προλεταριάτου των διαφόρων χωρών τονίζουν και φέρνουν στο προσκήνιο τα κοινά συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου, ανεξαρτήτως εθνότητας.

β) Στα διάφορα στάδια ανάπτυξης από τα οποία πρέπει να περάσει ο αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη, αντιπροσωπεύουν πάντα και παντού τα συμφέροντα του κινήματος ως όλου. (ό.π.)

Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι το πλέον πρωτοπόρο και αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων σε κάθε χώρα, το τμήμα που τα ωθεί προς τα εμπρός. Στη θεωρία, αφ’ ετέρου, πλεονεκτούν ως προς την ευρύτερη μάζα του προλεταριάτου λόγω του ότι αντιλαμβάνονται με καθαρότητα την κατεύθυνση της πορείας, τις συνθήκες και τα τελικά γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος. (ό.π.)

Ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, λοιπόν, οι Μαρξ-Ένγκελς ξεκαθαρίζουν ότι ο κομμουνισμός δεν είναι μια ακόμη θεωρία, μια ακόμη ιδεολογία εντός του εργατικού κινήματος, ή ένα κόμμα που επιδιώκει να «διαμορφώσει» (να «καλουπώσει») το εργατικό κίνημα με βάση τις δικές του αρχές. Ο κομμουνισμός είναι α) ένα ανώτερο στάδιο κοινωνικής οργάνωσης της ανθρωπότητας στο οποίο κατατείνει η ίδια η διαλεκτική της ταξικής πάλης, η οποία έχει ξεκινήσει από τότε που υπάρχουν ταξικές κοινωνίες, και β) ένα κίνημα που αποτελεί τη πιο συνειδητή έκφραση της ίδιας αυτής ταξικής πάλης.

Ο κομμουνισμός για εμάς δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες στο οποίο η πραγματικότητα πρέπει να προσαρμοστεί. Αποκαλούμε κομμουνισμό το πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτού του κινήματος προκύπτουν από προϋποθέσεις που υπάρχουν ήδη. (Μαρξ-Ένγκελς, «Η Γερμανική Ιδεολογία»)

 Φασισμός

Είναι πολύ συνηθισμένο, ιδίως τα τελευταία χρόνια, να αποκαλούνται συλλήβδην οι ορκισμένοι εχθροί της εργατικής τάξης και της αριστεράς «φασίστες». Ή να ταυτίζεται με τον φασισμό κάθε υπερ-δεξιό, εθνικιστικό κ.λπ. ρεύμα. Αυτή η λογική, που βλέπει παντού «φασίστες», μόνο σε λάθη και αποτυχίες μπορεί να οδηγήσει το εργατικό κίνημα και την οργανωμένη πρωτοπορία του. Τι είναι όμως ο φασισμός; Ας δούμε τι λέει ο πρώτος μεγάλος μαρξιστής που μελέτησε το φαινόμενο, ο Λέων Τρότσκυ:

Ο γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, αναρριχήθηκε στην εξουσία πατώντας πάνω στις πλάτες των μικροαστών, που χρησιμοποιήθηκαν σαν πολιορκητικός κριός ενάντια στις εργατικές οργανώσεις και τους θεσμούς της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία κάθε άλλο παρά κυβέρνηση των μικροαστών μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, είναι η πιο ανελέητη δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο Μουσολίνι είχε δίκιο: οι μεσαίες τάξεις είναι ανίκανες για μια ανεξάρτητη πολιτική. Στις περιόδους κρίσης, καλούνται να τραβήξουν μέχρι παραλογισμού τις πολιτικές της μιας απ’ τις δυο βασικές τάξεις. Ο φασισμός κατάφερε να τις θέσει στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Συνθήματα όπως η κρατικοποίηση των τραστ ή η αφαίρεση των αμύθητων περιουσιών που αποκτήθηκαν με άδικο τρόπο, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων την επομένη της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Οι συζητήσεις για την «γερμανική ιδιομορφία» χρειάστηκαν μόνο για να στηρίξουν έναν καπιταλιστικό-αστυνομικό συγκεντρωτισμό. Κάθε επιτυχία της εξωτερικής ή της εσωτερικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού δεν θα σημαίνει παρά την ακόμα πιο πλήρη συντριβή του μικροαστού απ’ τον κεφαλαιοκράτη.

…Περιορίζοντας το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών σε μερικές γραφειοκρατικές μασκαράτες, ο εθνικοσοσιαλισμός υψώνεται πάνω από το έθνος σαν η χειρότερη μορφή ιμπεριαλισμού. Είναι εντελώς μάταιες οι ελπίδες ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ θα μπορούσε να πέσει, σήμερα ή αύριο, θύμα της ίδιας της της εσωτερικής ασυνέπειας. Οι Ναζί χρειαζόντουσαν ένα πρόγραμμα για να ανέβουν στην εξουσία, αλλά η εξουσία καθόλου δεν χρησιμεύει στον Χίτλερ για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα αυτό. Τα καθήκοντά του υπαγορεύονται απ’ το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η υποχρεωτική συγκέντρωση όλων των πόρων και των δυνάμεων του λαού προς όφελος των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού –η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας– σημαίνει μόνο ένα πράγμα: προετοιμασία για πόλεμο. Αυτό το καθήκον με τη σειρά του δεν μπορεί ν’ ανεχτεί καμιά εσωτερική αντίσταση και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη μηχανική συγκέντρωση της εξουσίας. Ο φασισμός δεν μπορεί ούτε να μεταρρυθμιστεί ούτε να παραιτηθεί οικειοθελώς. Μπορεί μόνο ν’ ανατραπεί. Η πολιτική τροχιά του καθεστώτος των Ναζί θα καταλήξει σ’ αυτό το δίλημμα: πόλεμος ή επανάσταση. (Λέων Τρότσκυ, «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός»)

Ο φασισμός κατά πρώτον είναι κοινωνικό κίνημα. Είναι ένα αντιδραστικό κοινωνικό κίνημα κυρίως της μικροαστικής τάξης –αλλά και ταξικά ασυνείδητων στοιχείων της εργατικής τάξης–, το οποίο σε δεδομένη στιγμή τίθεται άμεσα στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου με σκοπό να λύσει δύο προβλήματα: α) να εξοντώσει –και όχι απλώς να καταστείλει– την ηγεσία του προλεταριάτου, να συντρίψει ολοκληρωτικά το οργανωμένο εργατικό κίνημα, καταλύοντας για αυτόν τον σκοπό κάθε στοιχείο αστικής δημοκρατίας στην κοινωνία ώστε να μη δοθεί ο παραμικρός χώρος πολιτικής ύπαρξης για την εργατική τάξη. Και β) να προετοιμάσει έναν πόλεμο, για να επιλύσει την αντίφαση ανάμεσα στη διεθνοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και τα στενά εθνικά σύνορα. Να αποχαλινώσει, δηλαδή, τον ιμπεριαλισμό του μεγάλου κεφαλαίου.

Άρα, λοιπόν, το φασιστικό φαινόμενο έχει συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις και δεν ταυτίζεται με τη δικτατορία, με άλλα υπερ-συντηρητικά ή εθνικιστικά κινήματα, ή με στροφή της ίδιας της αστικής δημοκρατίας προς τον αυταρχισμό, βοναπαρτισμό κ.λπ., κάτι που είναι γενικά συνηθισμένο. Επίσης, η σημερινή τάση του παγκόσμιου καπιταλισμού, λόγω της ιστορικής παρακμής του, προς τον ολοκληρωτισμό –στην οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή– έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από ένα κλασικό φασιστικό φαινόμενο.

 

Εθνικισμός – Διεθνισμός

Θα ξεκινήσουμε ανάποδα. Τι είναι και τι δεν είναι διεθνισμός. Διεθνισμός είναι η αλληλεγγύη και η κοινή πάλη των εργατικών τάξεων και γενικότερα των εργαζομένων όλου του κόσμου για τα άμεσα και ιστορικά συμφέροντά τους.

Σήμερα, δυστυχώς, έχουμε φτάσει στο σημείο τον όρο «διεθνισμός» να τον καπηλεύονται ακόμα και οι καπιταλιστές, ακόμα και τα πλέον αντιδραστικά αστικά ρεύματα (π.χ. λένε «εμείς οι φιλελεύθεροι διεθνιστές»). Εννοούν «διεθνισμό» το «άνοιγμα των αγορών και των συνόρων», τη δήθεν βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των εθνών διά της εντατικοποίησης και ενίσχυσης του παγκόσμιου εμπορίου και γενικά των παγκόσμιων ανταλλαγών και επικοινωνιών. Τούτο όμως, όπως αποδεικνύει και ο τωρινός πόλεμος στην Ουκρανία, είναι μια ανοησία. Το διεθνές εμπόριο, η «ελεύθερη» ανταλλαγή εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του εμπορεύματος εργατική δύναμη, βλ. μετανάστευση), οι διάφορες μορφές διεθνούς συνεργασίας, πολυμερών συνεργασιών, πολιτικών μπλοκ (όπως είναι και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε μια διαρκή ειρήνη και μια ειλικρινή συνεργασία μεταξύ των εθνών και των λαών, γιατί όλα αυτά διεξάγονται υπό τους όρους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Που όσο πιο «ελεύθερος» είναι, τόσο πιο γρήγορα καταλήγει σε νικητές και ηττημένους και σε νέες κρίσεις. Και βασική αρχή του οποίου είναι ότι ο πιο δυνατός θέλει πάντα να πάρει και παραπάνω από αυτά που του αντιστοιχούν.

Για το γεγονός, όμως, ότι ο καπιταλισμός έφτασε να καπηλεύεται την καθαρά κομμουνιστική ιδέα του διεθνισμού, τεράστιες ευθύνες έχει η λεγόμενη «αριστερά», που παρουσίασε ως «διεθνισμό» την αποδοχή, ενθάρρυνση και εξιδανίκευση του σημερινού μεταναστευτικού φαινομένου, που ενορχηστρώνεται μεθοδικά από τους καπιταλιστές για τα δικά τους συμφέροντα. Δηλαδή, το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε στον κοινό αγώνα» αντικαταστάθηκε από το «προλετάριοι όλων των χωρών ανακατευτείτε κατά τον τρόπο που εξυπηρετεί τα αφεντικά σας στο να διαλύσουν τις κατακτήσεις σας». Δηλαδή, αυτή η «αριστερά» καλλιέργησε την ιδέα ότι διά της αθρόας μεταναστεύσεως θα καταπολεμηθεί ο ρατσισμός και ο εθνικισμός και θα αναπτυχθεί ο διεθνισμός και η αλληλεγγύη! Συνέβη το ακριβώς αντίθετο…

Τι είναι ο εθνικισμός; Ο εθνικισμός είναι ο οργανωτικός πυρήνας της αστικής ιδεολογίας. Η αστική τάξη γεννήθηκε, ανδρώθηκε και κυριάρχησε παράλληλα με το έθνος. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει το έθνος-κράτος – παρά τα ιδεολογήματα της «παγκοσμιοποίησης», που σήμερα καταρρέουν με πάταγο.

Εθνικισμός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην να θεωρείς το έθνος σου ανώτερο από τα άλλα, ή να υποστηρίζεις την εδαφική επέκταση της χώρας σου εις βάρος άλλων χωρών κ.λπ. Ο αστικός εθνικισμός είναι πολύ πιο ευέλικτος από αυτό. Σε διάφορες εποχές παίρνει ακόμα και τον μανδύα του κοσμοπολιτισμού κ.λπ. Ο πυρήνας του εθνικισμού είναι η αντίληψη ότι τα συμφέροντα των μελών ενός έθνους είναι κοινά, και αυτό το κοινό συμφέρον είναι το εθνικό συμφέρον – αλλά αυτό το κοινό «εθνικό συμφέρον» δεν είναι άλλο από το συμφέρον της κυρίαρχης τάξης του έθνους, δηλαδή, της μεγάλης αστικής τάξης. Αυτή είναι η ουσία του εθνικισμού. Και ο φανατικότερος «κοσμοπολίτης» και «διεθνιστής», εφόσον είναι σύμφωνος σε αυτό που εξυπηρετεί την κερδοφορία και τη διεθνή θέση της αστικής τάξης του έθνους του, είναι εθνικιστής.

Να αποφύγουμε δύο τεράστια λάθη. Το ένα, στο οποίο υπέπεσαν συστηματικά τα σταλινοποιημένα ΚΚ (και όλοι οι ρεφορμιστές) είναι ο εναγκαλισμός με τον αστικό εθνικισμό, το ξέπλυμά του, στο όνομα του «πατριωτισμού» ή των δικαίων των «εξαρτημένων» εθνών. Και το άλλο, στο οποίο υπέπιπταν συστηματικά οι λεγόμενοι αριστεριστές και σήμερα υποπίπτει σχεδόν όλη η αριστερά είναι η δαιμονοποίηση του εθνικισμού –σε σημείο να ταυτίζεται σχεδόν με τον φασισμό– και η μηχανιστική αντιπαράθεσή του με τον διεθνισμό. Αγνοώντας τον διαχωρισμό που κάνει ο Λένιν ανάμεσα στον «πατριωτισμό» των αστών και τον λαϊκό πατριωτισμό, που οφείλουμε, χωρίς να τον εξιδανικεύουμε, να καλλιεργούμε την ταξική του διάσταση και να τον φέρνουμε σε αντίθεση με τον «πατριωτισμό» των αφεντικών, προωθώντας έτσι τους σκοπούς της ταξικής πάλης. Μια τέτοια διαλεκτική προσέγγιση του εθνικισμού και του διεθνισμού μας επιτρέπει επίσης να κατανοήσουμε ότι, όταν υποχωρεί ο εθνικισμός, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ανεβαίνει ο διεθνισμός, ούτε και το αντίστροφο.