(αποσπάσματα)
Φέτος
συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Με αφορμή αυτή την
επέτειο, θα δημοσιεύσουμε σε αυτή και τις επόμενες Ιστορικές μας Στήλες
αποσπάσματα από το συγκλονιστικό βιβλίο-ντοκουμέντο «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν
τον κόσμο» του Αμερικανού επαναστάτη δημοσιογράφου Τζων Ρηντ (1887-1920), που
υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων αλλά και συμμετείχε άμεσα σε αυτά.
Όπως συμβαίνει πάντα σε
τέτοιες περιπτώσεις, η καθημερινή ζωή της πόλης με τις μικροασχολίες της
τραβούσε τον δρόμο της, προσπαθώντας,
όσο το δυνατό να μη νιώθει της επανάσταση. Οι ποιητές έγραφαν στίχους, όχι
βέβαια για την επανάσταση. Οι ρεαλιστές ζωγράφοι έκαναν πίνακες με θέματα του
παλιού ρωσικού τρόπου ζωής ή για ό,τι άλλο τους ήταν βολικό, όχι όμως και για
την επανάσταση. Οι πλούσιοι επαρχιώτες έρχονταν στην Πετρούπολη για να μάθουν
γαλλικά και μουσική. Στους διαδρόμους και τα σαλόνια των ξενοδοχείων
πηγαινοέρχονταν νεαροί, κομψοί κι εύθυμοι αξιωματικοί, επιδεικνύοντας τις
βαθυκόκκινες κουκούλες με τα χρυσά κορδόνια και τις σκαλισμένες καυκασιανές
σπάθες. Τα’ απογεύματα οι κυρίες των μεσαίων υπαλληλικών κύκλων, επισκέπτονταν
η μια την άλλη για να πιούν κανένα φλιτζάνι τσάι, κουβαλώντας μαζί τους μέσα
στα μανσόν τη μικρή ασημένια ή χρυσή ζαχαριέρα, έργο λαϊκής τέχνης, και μισή
φρατζόλα ψωμί, κι εκεί ονειροπολούσαν μεγαλόφωνα για το πόσο ωραία θα ήταν αν
ξαναγύριζε ο τσάρος, ή αν έρχονταν οι Γερμανοί, ή αν συνέβαινε κάτι που θα
μπορούσε να λύσει το βασανιστικό ζήτημα της υπηρέτριας… Ένα μεσημέρι η κόρη
ενός φίλου μου γύρισε στο σπίτι έξω φρενών, επειδή η εισπραχτόρισσα στο τραμ
την αποκάλεσε: «συντρόφισσα»!
Και γύρω απ’ αυτούς ήταν
η απέραντη Ρωσία, που αγκομαχώντας από τους πόνους, γεννούσε τον καινούριο κόσμο.
Η υπηρέτρια, που προηγούμενα της φέρονταν σαν να ήταν ζώο και δεν την πλήρωναν
σχεδόν τίποτα, απόκτησε το αίσθημα της ατομικής της αξιοπρέπειας. Ένα ζευγάρι
παπούτσια κόστιζε πάνω από εκατό ρούβλια κι επειδή οι αποδοχές της δεν
ξεπερνούσαν συνήθως τα τριάντα πέντε ρούβλια το μήνα, η υπηρέτρια αρνιόταν να
στέκεται στις ουρές και να χαλάει τα παπούτσια της. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο.
Στην καινούρια Ρωσία ο άνθρωπος -άντρας ή γυναίκα- απόκτησε δικαίωμα ψήφου,
εκδόθηκαν εργατικές εφημερίδες που μιλούσαν για καινούρια και εκπληκτικά
πράγματα, εμφανίστηκαν τα Σοβιέτ(1), εμφανίστηκαν τα επαγγελματικά
συνδικάτα. Ακόμα κι οι αμαξάδες είχαν το επαγγελματικό τους συνδικάτο και τον
αντιπρόσωπό τους στο Σοβιέτ της Πετρούπολης. Οι υπηρέτες και οι σερβιτόροι
οργανώθηκαν και παραιτήθηκαν από τα φιλοδωρήματα. Στους τοίχους όλων των
εστιατορίων κρέμονταν πινακίδες που έλεγαν: «Εδώ δεν παίρνουν φιλοδώρημα» ή «Αν
κάποιος είναι υποχρεωμένος να δουλέψει σαν σερβιτόρος για να βγάλει το ψωμί του
αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως μπορούμε να τον προσβάλλουμε με ελεημοσύνες».
Στο μέτωπο οι στρατιώτες
πάλευαν ενάντια στους αξιωματικούς και μάθαιναν μέσα στις επιτροπές τους ν’
αυτοδιοικούνται. Στα εργοστάσια οι ρωσικές οργανώσεις –οι εργοστασιακές
επιτροπές- που δεν είχαν το ταίρι τους, αποκτούσαν πείρα, δύναμη και συναίσθηση
της ιστορικής τους αποστολής στην πάλη ενάντια στην παλιά τάξη πραγμάτων. Όλη η
Ρωσία έμαθε να διαβάζει και πραγματικά διάβαζε βιβλία για την πολιτική, την
οικονομία, την ιστορία – διάβαζε γιατί οι άνθρωποι διψούσαν να μάθουν… Στην
κάθε πόλη, στις περισσότερες πόλεις κοντά στο μέτωπο, κάθε πολιτικό κόμμα
έβγαζε την εφημερίδα του, και κάποτε και κάμποσες εφημερίδες. Χιλιάδες
οργανώσεις τύπωναν εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικές μπροσούρες, πλημμυρίζοντας μ’
αυτές τα χαρακώματα και τα χωριά, τα εργοστάσια και τους δρόμους των πόλεων. Η
δίψα της μάθησης, που τόσο καιρό τη συγκρατούσαν, φούντωσε μαζί με την
επανάσταση, με ασυγκράτητη δύναμη. Στους πρώτους έξι μήνες της επανάστασης,
μόνο από το ινστιτούτο του Σμόλνι στέλνονταν καθημερινά προς όλα τα σημεία της
χώρας με φορτηγά αυτοκίνητα και με αμαξοστοιχίες ολόκληροι τόνοι φιλολογικά
έντυπα. Η Ρωσία ρουφούσε το έντυπο υλικό με τέτοια λαιμαργία, όπως τα ξερή
άμμος ρουφάει το νερό. Και δεν ήταν όλα αυτά παραμύθια ή πλαστογραφημένη
ιστορία, νερωμένη θρησκεία, φτηνή και κακοτυπωμένη λογοτεχνία, αλλά κοινωνικές
και οικονομικές θεωρίες, φιλοσοφία, τα έργα του Τολστόι, του Γκόγκολ και του
Γκόρκι…
Έπειτα ήταν οι λόγοι. Η
Ρωσία πλημμύρισε από τέτοιους χείμαρρους ζωντανού λόγου, που σε σύγκριση μ’
αυτούς «ο κατακλυσμός του γαλλικού λόγου», για τον οποίο γράφει ο Καρλάιλ,
φαίνεται μικρό ρεματάκι. Διαλέξεις, συζητήσεις, ομιλίες στα θέατρα, στα τσίρκα,
στα σχολεία, στις λέσχες, στις αίθουσες των Σοβιέτ, στα διαμερίσματα των
επαγγελματικών συνδικάτων, στους στρατώνες… Συλλαλητήρια στα χαρακώματα, στο
μέτωπο, στα χωριά, στα ξέφωτα των δασών, στις αυλές των εργοστασίων… Τι
εκπληκτικό θέαμα παρουσίαζε το εργοστάσιο Πουτίλοφ, όταν από τα κτίριά του
ξεχυνόταν ο πυκνός χείμαρρος των σαράντα χιλιάδων εργατών, που βγαίνουν ν’
ακούσουν τους σοσιαλιστές-δημοκράτες, τους εσέρους(2), τους
αναρχικούς, όποιον και να ’ναι, και για ό,τι και να ’ναι κι όσο κι αν μιλούσαν.
Ολόκληρους μήνες το κάθε σταυροδρόμι της Πετρούπολης και των άλλων ρωσικών
πόλεων, ήταν συνεχώς δημόσιο βήμα. Αυθόρμητες συζητήσεις και συλλαλητήρια
γίνονταν ακόμα και στις αμαξοστοιχίες, στα τραμ, παντού…
Αλλά και στα πανρωσικά
συνέδρια και στις συνδιασκέψεις, στα οποία έπαιρναν μέρος άνθρωποι των δύο
ηπείρων, στα συνέδρια των Σοβιέτ, των συνεταιρισμών, των Σέμστβο(3),
των εθνοτήτων, του κλήρου, των αγροτών, των πολιτικών κομμάτων, στη δημοκρατική
συνέλευση, στην κρατική σύσκεψη της Μόσχας, στο Σοβιέτ της Ρωσικής Δημοκρατίας
ακούγονταν διαρκώς λόγοι… Στην Πετρούπολη διεξάγονταν διαρκώς τρία ως τέσσερα συνέδρια ταυτόχρονα.
Οι απόπειρες να περιοριστεί το χρονικό όριο ομιλίας ματαιώνονταν αποφασιστικά
σε κάθε συλλαλητήριο κι ο καθένας είχε όλη τη δυνατότητα να εκφράσει τα
αισθήματα και τις σκέψεις του, όποιες κι αν ήταν.
Πήγαμε στο μέτωπο στη 12η
Στρατιά, που βρισκόταν κοντά στη Ρίγα, όπου οι ξυπόλητοι και εξαντλημένοι
άνθρωποι πέθαιναν στη λάσπη των χαρακωμάτων από την πείνα και τις αρρώστιες.
Μόλις μας είδαν ήρθαν να μας συναντήσουν. Τα πρόσωπά τους ήταν αδύνατα… Μέσα
από τις τρύπες της στολής τους, πρόβαλε μελανιασμένο το γυμνό σώμα. Κι όμως η
πρώτη ερώτηση ήταν: «Μας φέρατε τίποτε να διαβάσουμε;».
***
Σ’ όλη τη λεωφόρο Νέβσκι,
μέσα στην πυκνή ομίχλη, πλήθη λαού έπαιρναν, δίνοντας μάχη, τις τελευταίες
εκδόσεις των εφημερίδων ή συγκεντρώνονταν στις αφίσες, προσπαθούσαν να
διαβάσουν τις εκκλήσεις και τις προκηρύξεις, από τις οποίες ήταν γεμάτοι όλοι
οι τοίχοι. Εδώ ήταν προκηρύξεις της ΚΕΕ(4), των αγροτικών Σοβιέτ,
των «μετριοπαθών» σοσιαλιστικών κομμάτων, των στρατιωτικών επιτροπών, όλοι
απειλούσαν, ικέτευαν, εξόρκιζαν τους εργάτες και τους στρατιώτες να καθίσουν
στα σπίτια τους και να υποστηρίξουν την κυβέρνηση.
Ένα θωρακισμένο
αυτοκίνητο κινιόταν συνέχεια μπρος πίσω κορνάροντας με τη σειρήνα. Σε κάθε
γωνιά, σε κάθε σταυροδρόμι συγκεντρώνονταν πυκνά πλήθη. Οι στρατιώτες κι οι
φοιτητές συζητούσαν ζωηρά. Η νύχτα έπεφτε αργά, τρεμόσβηναν τα αραιά φανάρια,
κυλούσαν τα ατελείωτα κύματα του λαού… Έτσι γινόταν πάντα στην Πετρούπολη στις
παραμονές ταραχών.
Η πόλη ήταν εκνευρισμένη
κι αναταρασσόταν σε κάθε απότομο θόρυβο. Οι μπολσεβίκοι όμως δεν έδιναν κανένα
εξωτερικό σημάδι ζωής, οι στρατιώτες παρέμεναν στους στρατώνες, οι εργάτες στα
εργοστάσια… Μπήκα σ’ έναν κινηματογράφο κοντά στον καθεδρικό ναό του Καζάν.
Προβαλλόταν ένα ιταλικό φιλμ γεμάτο αίμα, πάθη και ραδιουργίες. Μπροστά μου
κάθονταν κάμποσοι ναύτες και στρατιώτες. Κοίταζαν με παιδική κατάπληξη την
οθόνη, χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί χρειάζονταν τόσα τρεχάματα και σκοτωμοί.
Από τον κινηματογράφο
γύρισα γρήγορα στο Σμόλνι. Στο 10ο δωμάτιο, στο απάνω πάτωμα, συνεδρίαζε χωρίς
διακοπή η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Προέδρευε ένας ξανθός νέος
δεκαοχτώ χρονών, που τον έλεγαν Λαζιμίρ. Περνώντας από κοντά μου σταμάτησε και
κάπως δειλά μου ‘σφιξε το χέρι.
«Το φρούριο του
Πετροπάβλοφσκ πέρασε ήδη με το μέρος μας!» είπε χαμογελώντας ευτυχισμένα. «Μόλις
πήραμε ειδήσεις για ένα σύνταγμα, που στάλθηκε από την κυβέρνηση στην
Πετρούπολη για καταστολή. Οι στρατιώτες άρχισαν να υποψιάζονται, ότι εδώ δεν
είναι όλα παστρικά, σταμάτησαν την αμαξοστοιχία στην Γκατσίνα κι έστειλαν σ’
εμάς αντιπροσώπους. “Τι γίνεται;” μας ρώτησαν. “Τι έχετε να μας πείτε; Εμείς
πια πήραμε την απόφαση: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.” Η Στρατιωτική Επαναστατική
Επιτροπή τους απάντησε: “Αδέρφια, σας χαιρετούμε, στο όνομα της επανάστασης!
Σταθείτε στη θέση σας και περιμένετε διαταγή”.
“Όλα τα τηλεφωνικά μας
καλώδια, είπε, κόπηκαν. Ωστόσο, οι στρατιώτες τηλεφωνητές έστρωσαν έρπουσα
τηλεφωνική γραμμή για την επικοινωνία με τα εργοστάσια και τους στρατώνες…”».
Στο δωμάτιο έμπαιναν κι
έβγαιναν αδιάκοπα οι σύνδεσμοι κι οι κομισάριοι(5). Στις πόρτες
φύλαγαν δώδεκα εθελοντές, έτοιμοι σε κάθε λεπτό να τρέξουν στην πιο
απομακρυσμένη γωνιά της πόλης. Ένας απ’ αυτούς, άνθρωπος με πρόσωπο Τσιγγάνου
και με στολή υπολοχαγού, μου είπε γαλλικά: «Όλοι είναι έτοιμοι να ενεργήσουν με
το πρώτο σύνθημα».
Περνούσαν: ο Ποντβόισκι –
ισχνός, γενάτος, με πολιτική περιβολή. Ο Αντόνοφ, ο άνθρωπος που στο μυαλό του
ωρίμαζαν τα σχέδια των επιχειρήσεων της εξέγερσης. Αξύριστος, με λερωμένο
γιακά, τρικλίζοντας από την αϋπνία. Ο Κριλένκο, ένας κοντόχοντρος στρατιώτης με
φαρδύ πρόσωπο που γελούσε αδιάκοπα, με ζωηρές χειρονομίες και απότομη ομιλία. Ο
Ντιμπένκο, ένας πελώριος γενάτος ναύτης, με ήρεμο μέτωπο. Τέτοιοι ήταν οι
άνθρωποι αυτής της μάχης για την εξουσία των Σοβιέτ και των μελλοντικών μαχών.
Κάτω, στα γραφεία των
εργοστασιακών επιτροπών, καθόταν ο Σεράτοφ. Υπόγραφε τις διατακτικές για το
δημόσιο οπλοστάσιο - από εκατόν πενήντα τουφέκια για κάθε εργοστάσιο… Μπροστά
του μπήκαν στη γραμμή σαράντα αντιπρόσωποι.
Στην αίθουσα συνάντησα
μερικούς λιγότερο ξακουστούς παράγοντες των μπολσεβίκων. Ένας απ’ αυτούς μου
‘δειξε το περίστροφο. «Άρχισε!» είπε. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. «Είτε
ενεργήσουμε εμείς είτε όχι, ο εχθρός πια ξέρει πως ήρθε καιρός να ξεμπερδέψει
μ’ εμάς ή να χαθεί ο ίδιος».
Το Σοβιέτ της Πετρούπολης
συνεδρίαζε ολόκληρα εικοσιτετράωρα χωρίς διακοπή. Όταν μπήκα στη μεγάλη
αίθουσα, ο Τρότσκυ μόλις τελείωνε το λόγο του.
«Μας ρωτούν, έλεγε, αν
ετοιμαζόμαστε να οργανώσουμε επίθεση. Μπορώ να δώσω καθαρή απάντηση σ’ αυτό το
ερώτημα. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης κατανοεί, ότι έφτασε πια η στιγμή, που όλη η
εξουσία πρέπει να περάσει στα χέρια των Σοβιέτ. Αυτή η αλλαγή της εξουσίας θα
πραγματοποιηθεί από το Πανρωσικό συνέδριο. Αν χρειάζεται ή όχι η ένοπλη
εξέγερση, θα εξαρτηθεί από κείνους, που θέλουν να ματαιώσουν το Πανρωσικό
συνέδριο.
Είναι φανερό, ότι η
κυβέρνησή μας, που αποτελείται από τα πρόσωπα του προσωρινού Υπουργικού Συμβουλίου
είναι μια κυβέρνηση θλιβερή και ανήμπορη, που περιμένει μόνο το σκουπόξυλο της
ιστορίας για να παραχωρήσει τη θέση της στην αληθινή εξουσία. Εμείς όμως ακόμα
και τώρα, ακόμα και σήμερα, προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τη σύγκρουση. Ελπίζουμε
ότι το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ θα πάρει στα χέρια του την εξουσία, που θα
στηρίζεται στην οργανωμένη ελευθερία όλου του λαού. Αν όμως η κυβέρνηση θελήσει
να εκμεταλλευθεί αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα των 24, των 48 ή των 72 ωρών,
που τη χωρίζει ακόμα από το θάνατό της, για να επιτεθεί ενάντιά μας, τότε εμείς
θ’ απαντήσουμε με αντεπίθεση. Στο χτύπημα με χτύπημα, στο σίδερο με ατσάλι!».
Σημειώσεις
της σύνταξης
1) Σοβιέτ: Επιτροπές των
εργατών, που εμφανίζονται σε επαναστατικές περιόδους, και αποτελούν έμβρυα της
εργατικής εξουσίας, αλλά και τα βασικά όργανα άσκησης της εξουσίας μετά την
κατάληψή της.
2) Εσέροι: Γνωστοί και ως
Σοσιαλεπαναστάτες. Κόμμα της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου στη
Ρωσία, που εκπροσωπούσε κυρίως τους αγρότες και πίστευε σ’ έναν ιδιόμορφο
-ρωσικού τύπου- μικροαστικό σοσιαλισμό.
3) Ζέμστβο: Συντηρητικές
οργανώσεις τοπικής αυτοδιοίκησης στην προεπαναστατική Ρωσία.
4) ΚΕΕ: Κεντρική Εκτελεστική
Επιτροπή των Σοβιέτ. Είχε εκλεγεί απ’ το Α’ Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον
Μάρτιο του 1917. Στα γεγονότα που περιγράφονται εδώ, δεν εξέφραζε πια τις
διαθέσεις των εργατικών μαζών και ήταν εχθρική έναντι της επανάστασης.
5) Κομισάριοι:
Είναι γενικά αντιπρόσωποι, που τους ανατίθενται διοικητικά πόστα απ’ το κόμμα,
τα Σοβιέτ κ.λπ.