Ο «περίπατος» της Μέρκελ μετατράπηκε σε παράγοντα πολιτικής αστάθειας
και αδιεξόδου για όλη την Ε.Ε.
Η Γερμανία είναι ιστορικά μια
χώρα όπου οι ανακατατάξεις, μέχρι να φτάσουν στο οριακό σημείο της σύγκρουσης,
εκφράζονται με χαμηλούς τόνους. Έτσι θα μπορούσε και τώρα να ξεγελαστεί κάποιος
και να πει ότι οι γερμανικές εκλογές δεν έφεραν ιδιαίτερες αλλαγές, αφού
συνεχίζεται η κυριαρχία της Μέρκελ.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Πέρα από τη μεγάλη εκλογική πτώση της
συμμαχίας Χριστανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), και την
άνοδο της εθνικιστικής «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD) στο 13%,
υπάρχουν ουσιώδεις διαφωνίες σε επίπεδο στρατηγικών επιλογών του γερμανικού
καπιταλισμού. Το ένα θέμα είναι η εισαγωγή μεταναστών, στην οποία
αντιτίθενται σφόδρα όχι μόνο η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» αλλά και ο βασικός
σύμμαχος των Χριστιανοδημοκρατών, οι Χριστιανοκοινωνιστές, παρά την υποτιθέμενη
κατ’ αρχήν συμφωνία των δύο τελευταίων. Το άλλο θέμα είναι ο ευρωσκεπτικισμός, που
γενικά αυξάνεται και εκφράζεται κυρίως με την άνοδο της «Εναλλακτικής» αλλά
και μέσα σε όλα σχεδόν τα κόμματα. Και ακολουθούν μια σειρά θέματα, όπως η
λιτότητα, τα εργασιακά κ.ο.κ.
Πέραν αυτών, θα πρέπει να
εξετάσουμε τα κοινωνικά μηνύματα των γερμανικών εκλογών. Παρά την προς τα έξω
εικόνα της «ευημερούσας» Γερμανίας, αυξάνεται η δυσαρέσκεια μιας μεγάλης μάζας ημιαπασχολούμενων και αμειβόμενων με
πενιχρούς μισθούς της τάξεως των 450 ευρώ ή εργαζόμενων με ελαστικές σχέσεις
εργασίας, καθώς και η ανησυχία της εργατικής τάξης για τη μαζική εισαγωγή
μεταναστών, στην οποία βλέπει τον κίνδυνο της αντικατάστασής της. Μέσα σε
ένα τέτοιο κλίμα, και απούσης μιας πραγματικής εργατικής ηγεσίας και με τα
συνδικάτα εντελώς συμβιβασμένα, ήταν αναμενόμενο συντηρητικά εργατικά και
μικροαστικά στρώματα να παρασυρθούν προς το AfD. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος της μεγάλης ανόδου του. Το κόμμα
αυτό είναι υπό διαμόρφωση. Θα μπορούσε
κανείς ασφαλώς να το ονομάσει ακροδεξιό αλλά όχι ακόμη φασιστικό. Αξιοσημείωτο
είναι ότι την κοινωνική αυτή δυσαρέσκεια δεν μπόρεσε να την καρπωθεί το –επί
της ουσίας σοσιαλδημοκρατικό– κόμμα «Αριστερά» (Die Linke), ούτε οι
Σοσιαλδημοκράτες (SPD),
παρά τις ψοφοδεείς «φιλεργατικές» προεκλογικές τους υποσχέσεις, οι οποίοι
φαίνεται να μπαίνουν (όπως και οι Γάλλοι «Σοσιαλιστές») σε βαθιά κρίση.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η
Μέρκελ δεν θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση αλλά ότι η κυβέρνηση που θα
σχηματιστεί δεν θα έχει σταθερότητα, ξεκάθαρο προσανατολισμό και αποφασιστική
πορεία, και συχνά θα παλινωδεί μέσα στις εσωτερικές διαφωνίες και αντιφάσεις
της. Σημαίνει επίσης ότι το κοινωνικό καζάνι βράζει και μπορεί εν δυνάμει να
οδηγήσει σε άνοδο του εργατικού κινήματος. Η Γερμανία μπαίνει λοιπόν σε μια περίοδο εσωστρέφειας, αστάθειας και
διστακτικότητας, η οποία θα μειώσει τον ηγεμονικό της ρόλο μέσα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, θα επιτείνει τις ήδη μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις και αδιέξοδα της Ε.Ε.
και θα την οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο βάλτωμα.
Τώρα λοιπόν που οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις μπαίνουν σε μια φάση
συνεχώς αυξανόμενης σύγχυσης και αλληλοφαγώματος, παρουσιάζεται για τις
ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις και λαούς η στρατηγική ευκαιρία να εκμεταλλευτούν
τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να οργανώσουν την αγωνιστική τους ενότητα.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στους ευρωπαϊκούς λαούς, με τις τεράστιες
πολιτικές παραδόσεις, πέφτει το μεγάλο ιστορικό καθήκον να απαλλάξουν την
Ευρώπη από την καπιταλιστική παρακμή και να την ενώσουν πραγματικά, σε μια
σοσιαλιστική βάση.
Βασίλης Παπανικολάου