Αναιμική ανάπτυξη, αντιλαϊκά μέτρα, ανταγωνισμοί:
η αισιοδοξία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι επίπλαστη
Το τελευταίο διάστημα, οι
κυβερνήσεις των δύο βασικών ευρωπαϊκών καπιταλισμών, η καθεμία για τους δικούς
της λόγους, πλασάρουν το «αφήγημα» του «ξεπεράσματος της κρίσης» και της
επερχόμενης «ανάπτυξης»: η γερμανική για να αποσπάσει ξανά την ψήφο του λαού
στις εκλογές του Σεπτεμβρίου και η γαλλική για να χρυσώσει το χάπι των αντεργατικών
μέτρων που προωθεί. Συγχρόνως, η «αισιοδοξία» τους αυτή πηγάζει από τις
τελευταίες εκλογικές νίκες των νεοφιλελεύθερων και «φιλοευρωπαϊκών» δυνάμεων
έναντι της σοβαρής απειλής των προστατευτιστών και ευρωσκεπτικιστών (Ολλανδία,
Γαλλία).
Η εικόνα όμως αυτή είναι τελείως
πλαστή. Κατ’ αρχάς, στο καθαρά οικονομικό επίπεδο, η ανάπτυξη για την οποία μιλούν είναι τελείως αναιμική και σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα που στο διάβα του θα
συμπαρασύρει τις πάμπολλες μικρές και μεγάλες ενδοευρωπαϊκές έριδες και
αντιθέσεις. Η ιταλική Βουλή μίλησε
ανοιχτά για διπλό νόμισμα και ο Μπερλουσκόνι υποσχέθηκε ότι, αν εκλεγεί, θα
το εφαρμόσει. Ο Μακρόν προτείνει πολιτικές αλλαγές (κοινοβούλιο και υπουργός
οικονομικών της Ευρωζώνης) που σκοπό
έχουν να μειώσουν την ντε φάκτο κυριαρχία της Γερμανίας, γι’ αυτό και η
τελευταία δεν είναι πρόθυμη να τις δεχτεί. Η
Γερμανία προτείνει την ίδρυση
Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (κάτι σαν ΔΝΤ) για να απεγκλωβιστεί από την
αμερικανική ισχύ και να κυριαρχήσει χρηματοπιστωτικά στην υπόλοιπη Ευρώπη, γι’
αυτό η Γαλλία αντιδρά αρνητικά. Οι χώρες-μέλη της Ανατολής (Πολωνία, Ουγγαρία κ.λπ.)
συνεχίζουν να είναι απείθαρχες σε μια σειρά θέματα, με πρώτο το προσφυγικό,
αρνούμενες να επιτρέψουν οποιαδήποτε είσοδο στο έδαφός τους. Όσον αφορά το Brexit,
προχωράει κανονικά και με μεγάλη αποφασιστικότητα από την πλευρά της βρετανικής
αστικής τάξης, η οποία, παρά τις προσδοκίες των αντιπάλων της, δείχνει
αξιοσημείωτη ενότητα στην εφαρμογή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.
Η χαώδης αυτή κατάσταση
απαγορεύει την επίτευξη κοινών βημάτων προς τα εμπρός και επιτείνει το βάλτωμα.
Τα μόνα σημεία στα οποία φαίνεται αυτή τη στιγμή να συμφωνούν Γαλλία και
Γερμανία είναι: Πρώτον, να μπουν φραγμοί
στην κινεζική διείσδυση, με τη θέσπιση περιορισμών στην εξαγορά κρατικών
και εθνικής σημασίας επιχειρήσεων, καθώς και στην εισαγωγή προϊόντων,
περιορισμοί όμως που θα προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια μιας σειράς χωρών που ήδη
έχουν ανοίξει τις πόρτες στην Κίνα, όπως η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου. Και δεύτερον, να ενταθεί η αντεργατική και
γενικότερα η αντιλαϊκή επίθεση, κάτω από τη σημαία των περίφημων
«μεταρρυθμίσεων».
Και εδώ μπαίνουν τα μεγάλα,
ιστορικά θα λέγαμε, καθήκοντα για τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις και λαούς.
Ήδη στη Γαλλία, τετρακόσιες χιλιάδες
άνθρωποι διαδήλωσαν στις 12 Σεπτεμβρίου ενάντια στην εξαγγελθείσα
«μεταρρύθμιση» Μακρόν, με την οποία –μέσω προεδρικού διατάγματος και κατά
παράκαμψη της Βουλής– θα «απορρυθμιστεί» η αγορά εργασίας, με τη μείωση της
αποζημίωσης απόλυσης και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των
κλαδικών. Στη Γερμανία η βέβαιη επανεκλογή της Μέρκελ βάζει ακόμα και τις
χλιαρές προεκλογικές φιλεργατικές υποσχέσεις του σοσιαλδημοκράτη Σουλτς στο
συρτάρι. Όσο για την Ελλάδα του… «Grinvest» (κατά Τσίπρα), η
εξώφθαλμη μιζέρια και ο εργασιακός μεσαίωνας καταρρίπτουν τις πρωθυπουργικές
φανφάρες και δεν επιτρέπουν στον λαό μας καμία αισιοδοξία εάν δεν
αποφασίσει να οργανωθεί και να διεκδικήσει, τη στιγμή μάλιστα που οι «θεσμοί»
ετοιμάζουν κι άλλες «μεταρρυθμίσεις».
Μέσα λοιπόν στον βάλτο του παρηκμασμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού, το
μόνο που μπορεί και πρέπει πάση θυσία να κινηθεί είναι η οργανωμένη αντίσταση
της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και γενικότερα των –σε μεγάλο βαθμό
προλεταριοποιημένων πλέον– ευρωπαϊκών λαών.
Βασίλης Παπανικολάου