Για την
αντιμετώπιση της επιδημίας, αλλά και για χίλιους άλλους λόγους, η δημόσια
εκπαίδευση χρειάζεται ενίσχυση
Η ανάκαμψη της επιδημίας, με αύξηση κρουσμάτων, διασωληνωμένων και θανάτων, έχει καταστήσει εξαιρετικά κρίσιμη υπόθεση το άνοιγμα των σχολείων. Το σχολεία έκλεισαν πρώτα τον Μάρτιο γιατί τα παιδιά θεωρήθηκαν καλοί «ξενιστές» του ιού. Άνοιξαν με περιοριστικά μέτρα τον Μάιο-Ιούνιο, περισσότερο για να μη διαλυθεί απ’ τη διαρροή των γονέων-πελατών η ιδιωτική εκπαίδευση, «αγαπημένη» του υπουργείου. Στη διάρκεια της καραντίνας προωθήθηκε η τηλε-εκπαίδευση, μια υπόθεση με γενικότερες συνέπειες για την ίδια τη φύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τώρα οι ίδιοι οι υπεύθυνοι του υπουργείου παραδέχονται ότι η δια ζώσης εκπαίδευση είναι αναντικατάστατη.
Τα μέτρα που έχει
πάρει το υπουργείο Παιδείας για την αντιμετώπιση της κατάστασης συνίστανται στο
εξής ένα: την υποχρεωτική χρήση μη ιατρικής μάσκας από εκπαιδευτικούς και μαθητές
στους εσωτερικούς χώρους των σχολείων. Για την προστασία όμως απ’ τον ιό
χρειάζεται βασικά σπάσιμο των τμημάτων
στο όριο των 15 μαθητών, όπως είχε γίνει τον Ιούνιο, όταν τα κρούσματα ήταν
σε μικρό, διψήφιο αριθμό. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότεροι εκπαιδευτικοί, αίθουσες, τεχνικός εξοπλισμός, βοηθητικό
προσωπικό (καθαρίστριες, νοσηλεύτριες κ.λπ.) και ακόμα δωρεάν ιατρικά τεστ για
μαθητές και εκπαιδευτικούς. Το υπουργείο όμως και η κυβέρνηση δεν δείχνουν
διατεθειμένοι να αλλάξουν την πολιτική της λιτότητας και των περικοπών ούτε για
την αντιμετώπιση της επιδημίας. Ρίχνουν
τα βάρη των εξόδων στους δήμους, χωρίς ν’ αυξήσουν την επιχορήγηση, με
αποτέλεσμα οι δήμοι να περικόπτουν δαπάνες απ’ τις ήδη υπάρχουσες, που
προορίζονται γενικά για την ομαλή λειτουργία των σχολείων. Για αυτή την εγκληματική πολιτική η κυβέρνηση της μεγαλοαστικής τάξης
είναι υπόλογη απέναντι στον ελληνικό λαό σε περίπτωση οποιασδήποτε αρνητικής
εξέλιξης στο ζήτημα της επιδημίας.
Τα
παραπάνω μέτρα βέβαια δεν χρειάζονται μόνο για την αντιμετώπιση της σημερινής
ιδιάζουσας κατάστασης. Χρειάζονται
βασικά για να υπάρχει μια πραγματικά δωρεάν δημόσια γενική παιδεία. Η
αγριοκαπιταλιστική όμως –«νεοφιλελεύθερη»– πολιτική, στην οποία είναι προσκολημμένη
με θρησκευτική ευλάβεια η κυβέρνηση, δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η κυρία
υπουργός μάλιστα –με την επιδημία πάντα παρούσα– επέβαλε τον Ιούνιο αύξηση του
αριθμού παιδιών στα τμήματα, από 22 σε 25. Και τώρα κοροϊδεύει με απύθμενο
κυνισμό τον κόσμο, λέγοντας ότι ο μέσος όρος παιδιών στη χώρα είναι 17, άρα
ασφαλής για την επιδημία, αφού υπάρχουν για παράδειγμα, 9 σε μια τάξη στην
επαρχία και 25 σε μια τάξη σε μεγάλη πόλη!
Τον
Ιούνιο, ακόμα, ψηφίστηκαν μέτρα που
ανατρέπουν τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών στην ιδιωτική εκπαίδευση
και αποτελούν σίγουρα προοίμιο για επίθεση και στη δημόσια εκπαίδευση. Είναι
ήδη ψηφισμένη άλλωστε η αξιολόγηση-αυτοαξιολόγηση
σχολείων και εκπαιδευτικών, και θα είχε σίγουρα προωθηθεί τώρα, αν δεν
υπήρχε η κατάσταση της επιδημίας, που απαιτεί άμεση και σοβαρή αντιμετώπιση.
Η
συνειδητά ελλιπής αντιμετώπιση των κινδύνων της επιδημίας στα σχολεία απ’ την
κυβέρνηση της μεγαλοαστικής τάξης την καθιστά υπόλογη απέναντι σε όλη την
κοινωνία, αλλά ρίχνει παράλληλα και το βάρος της ευθύνης στους ώμους του
ευρύτερου εκπαιδευτικού κινήματος. Εκπαιδευτικοί,
εργαζόμενοι, σπουδαστές, να διεκδικήσουμε με οργανωμένο τρόπο όλα τα μέτρα που
απαιτεί η περίσταση και τα οποία είναι αυτά που απαιτεί μια πραγματική δημόσια
παιδεία: μαζικούς διορισμούς, αύξηση των δαπανών, υλικοτεχνική ενίσχυση,
προσλήψεις βοηθητικού προσωπικού, επαρκή παροχή υγειονομικού υλικού. Να γίνει η
αντιμετώπιση της επιδημίας η αρχή για το σπάσιμο της βάρβαρης αστικής πολιτικής
που χτυπάει τη δημόσια παιδεία και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της εκμεταλλευόμενης
κοινωνικής πλειοψηφίας.
Σ. Κρόκος