Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Η πολιτική οικονομία του παγκόσμιου αντιτσιγγάνικου απαρτχάιντ του Δημήτρη Ντούσα

 Αποσπάσματα από την παρουσίαση του βιβλίου στο Ανοιχτό Φιλοσοφικό Σχολείο 

                                                   από τον Ιωάννη Νικολάου-Μπράζιο

 

Το εγχείρημα της μελέτης κοινωνικών ομάδων που έχουν βρεθεί στο περιθώριο είναι ταυτόχρονα δύσκολο και αξιέπαινο. Πόσω μάλλον δε όταν μιλάμε για την πλέον περιθωριοποιημένη και εξαθλιωμένη ομάδα, εκείνη των Rom. Αυτό λοιπόν το εγχείρημα επανέλαβε με το Η πολιτική οικονομία του παγκόσμιου αντιτσιγγάνικου απαρτχάιντ (εκδόσεις ΚΨΜ, 2020) ο Δημήτρης Ντούσας, έπειτα από τα βιβλία του: 1) Rom και φυλετικές διακρίσεις, 2) Rom και μουσικοχορευτικός κόσμος, 3) Η τέχνη των Τσιγγάνων της Ελλάδας και του κόσμου.

 

…Σκοπός του βιβλίου είναι: «Nα πληροφορηθεί η εργατική τάξη της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου όλου τις συνθήκες ζωής των Τσιγγάνων, τις ταξικές και φυλετικές διακρίσεις που υφίστανται και ενωμένη σε κοινά πολιτιστικά, εργατικά και πολιτικά σωματεία να αγωνιστεί για τη χειραφέτησή της από την ταξική σκλαβιά του κεφαλαίου» (σελ. 20).

Το παραπάνω εγχείρημα ξεδιπλώνεται στα 10 κύρια μέρη του βιβλίου, τα οποία ακολουθούν την ιστορική γραμμή. Από το μακρινό παρελθόν των Ντομ (πρόγονων των Rom) στην κεντρική Ινδία μέχρι το σήμερα και το εν δυνάμει μέλλον. Πριν όμως δούμε περιληπτικά τα 10 αυτά μέρη, πρέπει να τονιστεί η φιλοσοφική προσέγγιση του όλου ζητήματος, που δεν είναι άλλη από την «υλιστική διαλεκτική μέθοδο». …Η μέθοδος αυτή αναγνωρίζει την υλική βάση του αντιτσιγγανισμού στις οικονομικές συνθήκες, ως τελικά καθοριστικές, καθώς και στους γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορική εξέλιξη.

 

…Στο 1ο μέρος εξετάζεται η ιστορική εμφάνιση των προγόνων των Τσιγγάνων (Ντομ) στην κεντρική Ινδία, μια περιοχή όπου συνέβησαν αρκετές ανακατατάξεις-κατακτήσεις. Την περίοδο αυτή, όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί Χάμζα και Φιρντούσι, οι Ντομ εργάζονται ως μουσικοί, μάντεις, μάγοι, ζητιάνοι, καλαθοποιοί, σιδεράδες, έμποροι, ξυλουργοί, εκπαιδευτές ζώων κ.ά. Ωστόσο, δεν ασχολούνται με τη μόνιμη καλλιέργεια της γης, διότι δεν είναι ιδιοκτήτες της. Η περιστασιακή λοιπόν εργασία τους στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, στο πλαίσιο πάντα του νομαδισμού, η μη συστηματική εργασία τους στη γη, σημειώνει τον πρώτο μεγάλο καταμερισμό εργασίας και θέτει τα θεμέλια της εκμετάλλευσης, όπως θα δούμε αργότερα. Παράλληλα, αν και το τοπίο είναι κάπως συγκεχυμένο όσον αφορά τα ιστορικά αίτια, είναι βέβαιο ότι οι Ντομ έμειναν εκτός κάστας. Είχαν δηλαδή τη χειρότερη δυνατή θέση στο καστικό σύστημα της Ινδίας. 

 

…Στο 2ο μέρος μεταφερόμαστε δυτικά, στη Μέση Ανατολή, και από το καστικό σύστημα στον ασιατικό τρόπο παραγωγής. …Η εποχή αυτή σημαδεύεται αρχικά από την περσική, και ύστερα από την αραβική-ισλαμική ενοποίηση της Μέσης Ανατολής. Στα στρατιωτικά, δεσποτικά αυτά καθεστώτα οι Τσιγγάνοι, άλλοτε ως εργάτες, άλλοτε ως έμποροι και άλλοτε ακόμη και ως στρατιώτες, εξόπλιζαν την πολεμική μηχανή, γύρω από την οποία έτσι κι αλλιώς η ζωή κινούνταν. Πέρα από αυτά, εργάζονται και ως ραφτάδες, υπηρέτες, μάγειροι, πεταλωτές, οπλουργοί, βαστάζοι και φυσικά εργάτες γης.


Κοινά στοιχεία με την προηγούμενη περίοδο αποτελούν: η οργάνωσή τους στη φάρα και το γένος, ο νομαδισμός, η ενασχόληση με τη μουσική και τη διασκέδαση των αρχουσών τάξεων και, φυσικά, η ανυπαρξία ιδιοκτησίας γης και η περιορισμένη ενασχόληση με τη γη. 

 

…Το 3ο μέρος μας μεταφέρει σε έναν κόσμο πιο οικείο, πιο γνωστό από τους προηγούμενους: στον βυζαντινό κόσμο, όπου οι Rom διείσδυσαν μέσω μετανάστευσης ή της κατάκτησης εδαφών από τους Βυζαντινούς (π.χ. της Αρμενίας). Κουβαλώντας τον φτωχό καταμερισμό εργασίας τους, ασκούσαν όποια επαγγέλματα μπορούσαν και χρειάζονταν οι κοινωνίες. Στις γραπτές πηγές τούς συναντάμε ως δούλους, δουλοπάροικους, που πωλούνται, αγοράζονται και υφίστανται την απόλυτη εκμετάλλευση στα μοναστήρια-φέουδα της εποχής (σελ 100-102). …Ωστόσο, κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μοίρα αυτή και ασκούσαν τεχνικά επαγγέλματα, όπως αυτά του σιδηρουργού, κοσκινοποιού, καλαθοποιού, χαλκωματά, πεταλωτή, υποδηματοποιού και άλλα. Αυτοί είχαν μια καλύτερη τύχη. Εξέχουσα θέση κατέχει το επάγγελμα του σιδηρουργού, ο οποίος κρίνεται απόλυτα αναγκαίος για το κάθε χωριό. Κάθε χωριό ήθελε τον δικό του Τσιγγάνο σιδηρουργό. …Φυσικά, άνθησε και το εξωπαραγωγικό κομμάτι της εργασίας (μαντεία, μαγεία, γήτευση ζώων, ακροβασία), μιας και ο βυζαντινός κόσμος χαρακτηρίζεται από τη δεισιδαιμονία. …Τέλος, αποκαλύπτονται οι ρίζες των όρων «Τσιγγάνοι» και «Γύφτοι». Ας σταθούμε λίγο. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρχε μια αίρεση, οι Αθίγγανοι, από το στερητικό α και το ρήμα θιγγάνω [= ακουμπώ, αγγίζω ελαφρά, είμαι κοντά]» (σελ. 121), οι οποίοι αναγνώριζαν τον βιβλικό βασιλέα της Ιερουσαλήμ Μελχισεδέκ ως δύναμη ανώτερη από τον Ιησού. Αυτοί χαρακτηρίζονταν ως μάντεις και μάγοι. Το ίδιο και κάποιες ομάδες Rom. Έτσι «δέχτηκαν σφοδρή ιδεολογική και κοινωνική επίθεση από όλα τα κλιμάκια του κλήρου. Τους ονόμαζαν και αυτούς Αθίγγανους, δηλαδή άθικτους, και καλούσαν τον λαό να τους απομονώνει και να τους αποστρέφεται» (σελ. 121). Κάπως έτσι, οι Αθίγγανοι έγιναν Ατσίγγανοι, Τσιγγάνοι. Όσον αφορά τον όρο «Γύφτοι», προέρχεται από τους Αιγύπτιους, που εκείνη την εποχή, αν οι Εβραίοι θεωρούνται σταυρωτές του Ιησού, εκείνοι θεωρούνται δημιουργοί των καρφιών, διότι επέστρεψαν στην ειδωλολατρία επί του Ιουλιανού του Παραβάτη. …Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν ήταν ούτε άδολοι, ούτε κατά λάθος αποδιδόμενοι, μιας και ουδεμία σχέση είχαν οι μελαμψοί Rom με τους λευκούς Αθίγγανους για να τους μπερδέψει κανείς. Ο στιγματισμός ήταν στοχευμένος και είχε υλικά αίτια. Ποια ήταν αυτά; Πρώτον, η απόλυτη εργασιακή εκμετάλλευσή τους με τη συναίνεση του λαού. Δεύτερον, η μετατροπή τους σε εξιλαστήρια θύματα για όλα τα σφαλερά της κοινωνίας. Και τρίτον, η μονομερής εκμετάλλευση της δεισιδαιμονίας από τον κλήρο.

 

…Το 4ο μέρος αναλύει τις παραγωγικές δυνάμεις των Rom στο πέρασμα από τον φεουδαρχικό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στην Ευρώπη. …Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος των μεγάλων φιλοσοφικών εκρήξεων, των επιστημονικών επαναστάσεων, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, αλλά και η περίοδος της ληστρικής υφαρπαγής, της απαλλοτρίωσης των μικρών αγροτών. Το αναπτυσσόμενο κεφάλαιο χρειαζόταν γη και ένα προλεταριάτο για να κερδίζει από την υπερεργασία του. Με τις απαλλοτριώσεις πέτυχε και τα δύο. Βέβαια μπορεί οι Rom να μην κατείχαν γη –η πλειοψηφία τους–, αλλά είχαν μέσα μεταφοράς για να υφαρπάξει το κεφάλαιο. Όμως τα δεινά δεν σταματούν εδώ. Ίσα ίσα, τώρα ξεκινούν.

Είναι η εποχή όπου για πρώτη φορά συστηματοποιείται ο αντιτσιγγανισμός και παίρνει έννομη μορφή σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ο νομαδισμός απαγορεύεται, η επαιτεία, η μαντεία, η μαγεία και μια σειρά άλλα παραδοσιακά επαγγέλματά τους τίθενται εκτός νόμου. Το ίδιο και το εμπόριό τους, που ήταν και είναι πηγή δύναμης, πλουτισμού και ένταξης πολλών Rom στην κοινωνία. Στόχοι αυτών των νομοθεσιών ήταν: Πρώτον, να οδηγήσουν τους Τσιγγάνους σε μόνιμη εγκατάσταση (με σκοπό την ανάπτυξη της μανιφακτούρας). Δεύτερον, να τους μετατρέψουν σε παρανόμους και ως εκ τούτου να τους φυλακίσουν, αναγκάζοντάς τους να εργάζονται στα καταναγκαστικά έργα, να τους μετατρέψουν σε δούλους για τις γαλέρες. …Τέλος, ο αρχέγονος οργανισμός τους (φάρα-γένος), η πνευματική και επιστημονική άγνοια συνεχίζουν να υπάρχουν. Μάλιστα, ο καταμερισμός εργασίας, ενώ για το σύνολο της κοινωνίας μεγάλωνε, για αυτούς μίκραινε.

 

Το 5ο μέρος βρίσκει τον καπιταλισμό θεμελιωμένο σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και τη μηχανή να κυριαρχεί στη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή. …Μέσα σε αυτό λοιπόν το γενικότερο πλαίσιο, οι Rom εργάτες γης και προλετάριοι ζουν την απόλυτη φτώχια και εξαθλίωση, που έζησαν λίγο πολύ και οι όμοιοί τους Μπαλαμέ [σ.σ. οι μη τσιγγάνοι], με τις φρικιαστικές συνθήκες υγιεινής, διατροφής και γενικότερα εργασίας, που εκφύλισαν γενιές ολόκληρες και εκτόξευσαν την παιδική θνησιμότητα στα ύψη (σελ. 179-184). Παρόμοια δυστοπικές φαντάζουν και οι συνθήκες εργασίας και γενικότερα ζωής των αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών που «ηττήθηκαν» κατά κράτος από τις μηχανές, ενώ καλύτερη τύχη φαίνεται να είχαν οι Rom έμποροι (ζώων, μικροαντικειμένων, αυτοκινήτων κ.ά.), μερικοί από τους οποίους μάλιστα πλούτισαν, ενσωματώθηκαν στην κοινωνία και σήμερα προσπαθούν να «αφυπνίσουν» την τσιγγάνικη συνείδηση, να πυροδοτήσουν τον εθνικισμό τους, για δικά τους φυσικά συμφέροντα.

 

…Στο 6ο μέρος, αποκαλύπτεται ολόκληρο το πλέγμα των νομικών διακρίσεων εις βάρος των Τσιγγάνων και η κοινωνική τους θέση στην Ευρώπη, τις ΕΠΑ και τη Μέση Ανατολή. …Ο στενός καταμερισμός εργασίας τους και ο νομαδισμός τους συνεχίζουν να υποβαθμίζουν την κοινωνική ομάδα των Rom, να μην τους επιτρέπουν να εργαστούν ο πρώτος και να λάβουν εκπαίδευση ο δεύτερος. …Σε αυτόν τον Δυτικό, «πολιτισμένο» κόσμο, έχει ξεπηδήσει εδώ και μερικές δεκαετίες ένας άλλος, νέος και πιο πονηρός τύπος αντιτσιγγανισμού, με τη μορφή του «φιλοτσιγγανισμού» και του «αντιρατσισμού», που σαν όροι μπορεί να ακούγονται ωραίοι, δίκαιοι, ελπιδοφόροι και ανθρωπιστικοί, εντούτοις στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα προσωπείο του παλιού γνήσιου αντιτσιγγανισμού. Η φιλοσοφία τους είναι: «Να μην καταπιέσουν οι Τσιγγάνοι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους ασκώντας κανονικά και σύγχρονα επαγγέλματα και στέλνοντας τα παιδιά τους στο σχολείο όπως οι άλλοι πολίτες» (σελ. 254), «να μην κάνουν συμβιβασμούς», «να εφαρμόζουν πιστά τον κώδικα γνησιότητας της φυλής τους». Και όλα αυτά όταν οι ίδιοι παράλληλα διακηρύττουν πως οι αξίες και το επίπεδο ζωής των Rom ευθύνονται για τις αδικίες που υφίστανται! Στην πραγματικότητα, οι τσιγγανολόγοι, πολιτικοί και φιλόσοφοι, υπερασπιστές αυτών των αντιλήψεων «ευνοούν τα αστικά κράτη, ώστε να μην πάρουν κανένα μέτρο για την οικονομική, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτική ένταξη των Rom» (σελ. 255).

 

…Το 7ο μέρος, αφού ξεκινά με μια σύντομη ιστορική αναφορά στα κράτη που επιχείρησαν «την έφοδο στον ουρανό» (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ουγγαρία κ.ά.), παραθέτει και ερευνά τα μέτρα που ελήφθησαν στην καθεμιά από αυτές τις χώρες και αφορούσαν την απαγόρευση-παύση του νομαδισμού, την εκπαιδευτική ένταξη των Rom, την έκδοση τσιγγάνικων βιβλίων-γλωσσαριών, μέχρι και τη διδασκαλία της ίδιας της τσιγγάνικης γλώσσας στα πανεπιστήμια.

Στη Σοβιετική Ένωση, το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε σχετικά γρήγορα (στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον) όταν ανέλαβε ο Στάλιν και άρχισε τη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Στις υπόλοιπες χώρες, όπου πραγματοποιήθηκε και διατηρήθηκε το εγχείρημα, τα αποτελέσματα ήταν εμφανή: Αισθητή μείωση –αν και όχι παύση– του νομαδισμού. Κατακόρυφη πτώση του αναλφαβητισμού. Αύξηση των παιδιών που πήγαιναν στο σχολείο. Ισότιμη για αρκετούς –δυστυχώς και πάλι όχι για όλους– με τους Μπαλαμέ εργασία.

…Οι θετικές αυτές εξελίξεις δεν κράτησαν για πάντα. Με την παλινόρθωση του καπιταλισμού, τα δικαιώματα που τους είχαν παραχωρηθεί ισοπεδώθηκαν, ενώ πυροδοτήθηκε ο εθνικισμός (παίζοντας μειονοτικά παιχνίδια στην πλάτη τους), με σκοπό να διαμελίσουν περαιτέρω τα εν λόγω κράτη. Οι Rom κατά την καπιταλιστική παλινόρθωση χαρακτηρίζονται ως «διανοητικά καθυστερημένοι» και γκετοποιούνται πλήρως. Με λίγα λόγια, ό,τι είχαν κερδίσει επί δεκαετίες, τα έχασαν «εν μιά νυκτί».

 

Στο 8ο μέρος, παρουσιάζονται τόσο τα προβλήματα των διαφόρων τσιγγάνικων οργανώσεων, οι οποίες, εξαρτημένες από το κεφάλαιο και ταυτόχρονα λειτουργικά προβληματικές, χειραγωγούνται εύκολα, κινούνται σε λαθεμένους, εθνικιστικούς δρόμους και δεν κερδίζουν δικαιώματα , όσο και ο σημερινός «πλούτος»-φτώχεια των Τσιγγάνων του κόσμου. Αποτυπωμένα από τη στατιστική σκοπιά, τα στοιχεία είναι πλήρως αποθαρρυντικά. Το επίπεδο των κατοικιών, της διατροφής, της εκπαίδευσης είναι τραγικό. Το ίδιο και όσον αφορά την ενδογαμία, τις πατριαρχικές δομές και τη διπλή καταπίεση της Τσιγγάνας (σελ. 300-320). Πάνω σε αυτήν την αθλιότητα, «έρχονται να προστεθούν το κάπνισμα και ο αλκοολισμός», από μικρή ηλικία, «ως τρόποι φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν», καθώς επίσης και η τεράστιας έκτασης παιδική εργασία. 

 

…Στο προτελευταίο μέρος, «Οι προοπτικές των υπανάπτυκτων παραγωγικών δυνάμεων των Τσιγγάνων του κόσμου στον 21ο αι.: Κεφαλαιοκρατική ή σοσιαλιστική παγκοσμιοποίηση;», ο Δ. Ντούσας θέτει το ερώτημα: «Για την κεφαλαιοκρατία ή για τον κομμουνισμό;». …Για να υπερισχύσει ο δεύτερος δρόμος πρέπει: Να ενισχυθούν οι εργατικές ενώσεις. Να φτιαχτεί ενιαίο μέτωπο Rom και Μπαλαμέ. Να υπάρξει ιδεολογικός, πολιτικός, κοινωνικός και φιλοσοφικός αγώνας. Αγώνας σε όλα τα επίπεδα!

Πέρα όμως από τους δύο πόλους, ο συγγραφέας παρουσιάζει και ένα κολοσσιαίο μεταβατικό πρόγραμμα 100ετίας, ξεκινώντας μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια, ώστε να εξαλειφθεί το χάσμα που έχει δημιουργηθεί. Θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τις προτάσεις του ως εξής: Πολιτογράφηση των Rom. Εκπαιδευτική-επαγγελματική ειδίκευση (ίδρυση σχολείων, έκδοση βιβλίων). Αντιμετώπιση της ανεργίας. Ελάχιστο εισόδημα. Αξιοπρεπείς κατοικίες μέσω απαλλοτρίωσης εκκλησιαστικών γαιών. Αύξηση γενικότερου πλούτου.

 

Το 10ο και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει δύο παραρτήματα. Το πρώτο είναι το «Γλωσσάρι οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών όρων σχετικά με τους Τσιγγάνους του κόσμου» και το δεύτερο μια εισήγηση του Δ. Ντούσα στο γλωσσολογικό σεμινάριο της Λαϊκής Συνέλευσης Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας με θέμα «Οι γλώσσες των Τσιγγάνων της Ελλάδας και του κόσμου».


Αντί επιλόγου, θα ήθελα μέσα από αυτό το κείμενο να ευχαριστήσω τον κ. Ντούσα για την τιμή που μου έκανε όταν μου πρότεινε να είμαι από τους πρώτους αναγνώστες και κριτικούς του βιβλίου αυτού. Θα ήθελα ακόμη να τον ευχαριστήσω για τις πολύχρονες προσπάθειες που καταβάλλει για τη φιλοσοφική και κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου μέσω των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του. Τέλος, εύχομαι στους αναγνώστες του βιβλίου να μετατρέψουν τη σπίθα που θα ανάψει το βιβλίο μέσα τους σε φωτιά. Καλή ανάγνωση!

 

Ιωάννης Νικολάου-Μπράζιος