Δεν φταίει μόνο ο πόλεμος για τις πρωτοφανείς ανατιμήσεις και τον άμεσο κίνδυνο έλλειψης βασικών τροφίμων
Αν πριν από 40 χρόνια έθετε κάποιος στον δημόσιο διάλογο τον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης θα τον θεωρούσαν σίγουρα εκτός πραγματικότητας. Κι όμως, το αποτέλεσμα της 40ετούς πορείας μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης το βλέπουμε σήμερα, που ένα πολεμικό γεγονός στη γειτονιά μας ήρθε να μας θυμίσει την πλήρη ανεπάρκεια της χώρας μας σε τρόφιμα.
Τα νούμερα είναι αμείλικτα.
● Ρωσία και Ουκρανία μαζί κατέχουν περισσότερο από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού. Κάπου 50 χώρες εξαρτώνται από αυτές τις δύο για το 30% ή περισσότερο της προσφοράς σιτηρών.
● Ρωσία και Ουκρανία ελέγχουν πάνω από το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιελαίου. Η Ε.Ε. εισάγει από την Ουκρανία ως και το 25% του ηλιελαίου που έχει ανάγκη.
● Η Ε.Ε. καλύπτει το 30% των εισαγωγών της σε λιπάσματα από τη Ρωσία, η οποία μαζί με τη Λευκορωσία ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την παραγωγή πρώτων υλών για λιπάσματα.
Η Ε.Ε., ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας τροφίμων, αποδεικνύεται ένας γίγαντας με πήλινα πόδια. Ο πληθυσμός της πιο ανεπτυγμένης ηπείρου κινδυνεύει να πεινάσει επειδή δεν μπορεί να προμηθευτεί καλαμπόκιγια να τραφούν τα παραγωγικά ζώα και μαλακό σιτάρι για να δουλέψει η αρτοποιία.
Όσο για την Ελλάδα; Η χώρα μας, που μέχρι τη δεκαετία του ’80 είχε αυτάρκεια σε σιτηρά, έφτασε να εισάγει ως και το 90% του μαλακού σιταριού που χρειάζεται για να γίνει το ψωμί. Μεσολάβησε η λαίλαπα της διάλυσης κάθε κρατικού παρεμβατικού φορέα στην αγροτική παραγωγή και μερικές ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) που έστρεψαν την αγροτική παραγωγή σε προϊόντα όπως το… γκότζι μπέρι.
Να θυμίσουμε ότι η άλλοτε κραταιά ΚΥΔΕΠ, που επί 40 περίπου χρόνια έστησε στα πόδια της τη μεταπολεμική παραγωγή σιτηρών, χαρακτηρίστηκε «αμαρτωλή» και καταργήθηκε στην πρώτη επέλαση των ιδιωτικοποιήσεων επί Μητσοτάκη πατρός. Σήμερα οι νεοφιλελεύθεροι κυβερνώντες αναζητούν τρόπο να κάνουν αποθεματοποίηση σιτηρών.
Αν όμως για την έλλειψη κάποιων βασικών προϊόντων υπαίτια είναι η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία, πρέπει να πούμε ότι το απίστευτο ράλι τιμών έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό. Η ανοδική τάση των τιμών στις ζωοτροφές, για παράδειγμα, δεν ξεκίνησε τον Φεβρουάριο αλλά τουλάχιστον από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι αυξήσεις στο βόειο κρέας, το οποίο εισάγουμε κατά 90%, έχουν ξεκινήσει από τις αρχές του 2021 (η αύξηση της τιμής για το χρονικό διάστημα Μάρτιος ’21-Μάρτιος ’22 ξεπέρασε το 50%). Έχει, λοιπόν, δίκιο ο Άδωνις Γεωργιάδης και η υπόλοιπη κυβέρνηση όταν μιλούν για «εισαγόμενο πληθωρισμό»;
Δεν έχουν καθόλου δίκιο να ωρύονται δήθεν κατά της αισχροκέρδειας και να εξαγγέλλουν κρατικές παρεμβάσεις και πλαφόν, όταν έχουν ξηλώσει κάθε ελεγκτικό-παρεμβατικό φορέα της αγοράς. Δεν έχουν κανένα δίκιο να σπεύδουν τώρα να μιλήσουν για επιδότηση επιλεγμένων καλλιεργειών (σιτηρά κ.λπ.), όταν μόλις πριν τρεις μήνες κατέθεσαν τη νέα ΚΑΠ με εντελώς άλλο προσανατολισμό.
Να ξεχάσουμε ποιοι ήταν αυτοί που καλούσαν πριν λίγα χρόνια τους αγρότες να καλλιεργήσουν… βιοκαύσιμα και να μετατρέψουν χιλιάδες στρέμματα παραγωγικής γης σε μονάδες παραγωγής ρεύματος με φωτοβολταϊκά πάρκα;
Αν η φέτα, το εμβληματικό αυτό ελληνικό προϊόν, φθάσει να πωλείται 12 ευρώ το κιλό, σύμφωνα με ορισμένες δυσοίωνες προβλέψεις, κάποιοι θα πρέπει να απαντήσουν πώς κατάφερε μέσα σε μια πορεία 40 χρόνων η άλλοτε ακμάζουσα ελληνική κτηνοτροφία να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που να μην αρκεί η παραγωγή γάλακτος ούτε για τις εγχώριες ανάγκες.
Είτε λήξει άμεσα ο πόλεμος είτε όχι, η επισιτιστική κρίση θα συνεχίζει να επικρέμεται, θυμίζοντας καταστάσεις που μόνο στις τηλεοράσεις μας βλέπαμε μέχρι σήμερα.
Γιώργος Καστρίτης